Εισαγωγή

Τη σχολική χρονιά 2013-2014, στο πλαίσιο του μαθήματος της Τοπικής Ιστορίας, ζητήσαμε από μικρασιατικής και κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής συμμαθητές μας να ρωτήσουν παππούδες και γονείς και να καταγράψουν  μαρτυρίες-αφηγήσεις για τη ζωή στη Μικρά Ασία, τις συνθήκες αναχώρησης, την εγκατάσταση. Παράλληλα αναζητήσαμε και μικρασιατικής καταγωγής καθηγητές μας. Έτσι συγκεντρώθηκαν μαρτυρίες-οικογενειακές αφηγήσεις από συμμαθητές και καθηγητές με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Από αυτές παραθέτουμε τις ακόλουθες:

 

Α. Από τη Μικρά Ασία στη Μυτιλήνη και τη Χίο

...οι κάτοικοι τους «υποδέχτηκαν» αποκαλώντας τους «προσφυγάρες»...

Η θεία της μητέρας μου συνηθίζει να μας διηγείται ιστορίες κυρίως για το διωγμό και την προσφυγιά, όπως τις άκουσε κυρίως από τους γονείς της που εκδιώχθηκαν από τα Μοσχονήσια. Η παρακάτω ιστορία περιγράφει πώς εκδιώχθηκαν η μητέρα της, οι θείες της και οι παππούδες της από τα Μοσχονήσια: «Η οικογένεια ζούσε στα Μοσχονήσια και ασχολούνταν με τη μεταφορά εμπορευμάτων από το Αϊβαλί στη Λέσβο. Ήταν Σεπτέμβρης του 1922 όταν έφτασε η είδηση πως οι Τούρκοι στρατιώτες φτάνουν στα Μοσχονήσια. Τότε ο προ-προπάππους μου πήρε την οικογένειά του (τη γυναίκα του, τις αδελφές του, τις δύο κόρες του και δύο μωρά) και ξεκίνησαν για το Αϊβαλί όπου βρισκόταν η βάρκα για να περάσουν απέναντι στη Λέσβο. Αφού μπήκαν, πριν ξεκινήσει κάποιος φώναξε πως ένας φούρνος της περιοχής έβγαλε ψωμί. Επειδή δεν είχαν πάρει τίποτα μαζί τους, παρά μόνο τα ρούχα που φορούσαν, βγήκε η μια αδελφή του να φέρει ψωμί και την ακολούθησε το παιδί της άλλης αδελφής του, ηλικίας 5 χρονών. Οι Τούρκοι όμως πλησίαζαν πολύ , ο κόσμος φώναζε και έτρεχε πανικόβλητος, ο προ-προπάππους μου αναγκάστηκε κι έκοψε το σκοινί της βάρκας με έναν μπαλτά, αφήνοντας πίσω την αδελφή του και το παιδί που χάθηκαν μέσα στο πλήθος. Η αδελφή του της οποίας το παιδί έμεινε πίσω πήδηξε στη θάλασσα για να ψάξει να το βρει αλλά την έπιασαν, την ανέβασαν στη βάρκα και μέχρι να φτάσουν στη Λέσβο την είχαν δεμένη. Έφτασαν στη Λέσβο, στο χωριό Μυστεγνά μαζί με άλλους, όμως οι κάτοικοι τους «υποδέχτηκαν» αποκαλώντας τους «προσφυγάρες», πως ήρθαν να πάρουν τα σπίτια τους, κ.α. Τους μάζεψε, τότε, ο παπάς του χωριού στην εκκλησία, τους χώρισε σε άντρες και γυναίκες, τους έδωσε κουβέρτες και ρούχα που μάζεψε με πολύ κόπο και έμειναν εκεί αρκετό καιρό. Πίσω τους, όμως, δεν άφησαν μόνο τα σπίτια, τις περιουσίες και τις ζωές τους, αλλά και αγαπημένα τους πρόσωπα για πολλά από τα οποία δεν έμαθαν ποτέ τι απέγιναν.»

[Αφηγήτρια: Ειρήνη-Δήμητρα Δημητρακοπούλου (Α1)]

...«Μαμά, μην μ’ αφήνεις. Έλα κι εσύ μαζί μου!» ...

Σκηνές από τον ξεριζωμό των Μικρασιατών στα Αλάτσατα, όπως μου τις διηγήθηκε η γιαγιά μου Λουκία Χαζάκη-Σμυρναίου: «Γεννήθηκα το 1944 στο Νεοχώρι της Χίου και θα σου αφηγηθώ μερικές ιστορίες που άκουσα από τη μάνα μου Ελπινίκη Ροζάκη. Πριν καταφθάσουν οι Τούρκοι στα Αλάτσατα, μια κωμόπολη έξω από τη Σμύρνη, η οικογένεια σκέφτηκε να κρύψει τις κοπέλες μεταξύ 18-20 χρονών για να μην τις αρπάξουν οι Τσέτες. Σε ένα από τα ακατοίκητα σπίτια της γειτονιάς υπήρχε ένα μικρό πατάρι, κρυμμένο πάνω από την κουζίνα. Στο πατάρι οδηγούσε μια ξύλινη καταπακτή δυσδιάκριτη για τους ξένους. Εκεί κρύφτηκαν οι κοπέλες για μέρες πολλές και οι γονείς μια φορά την ημέρα τους πήγαιναν νερό και τρόφιμα. Όταν πέρασε ο κίνδυνος και έφυγαν οι Τούρκοι, οι κοπέλες κατέβηκαν από το πατάρι και η οικογένεια αναχώρησε για την Ελλάδα. Δεν πήραν όμως τίποτε μαζί τους αφού πίστευαν πως σε ένα με δύο χρόνια θα γυρνούσαν πίσω στο σπίτι τους. Εκείνη την ημέρα χάθηκαν οι δυο γιοι της γιαγιάς, ο Σταμάτης και ο Μιχαήλ Ροζάκης, 22 και 24 χρονών αντίστοιχα, οι οποίοι απήχθησαν από τους Τσέτες. Αργότερα η οικογένεια έμαθε ότι μαζί με πολλούς άλλους συνομηλίκους τους οδηγήθηκαν στις εσωτερικές οροσειρές της Τουρκίας όπου και υπέκυψαν από την πείνα και το κρύο. Κάποιες άλλες κοπέλες στα Αλάτσατα για να αποφύγουν τους Τούρκους ζωγράφισαν με καλλυντικά πάνω τους στίγματα έτσι ώστε να φαίνονται άρρωστες και να αποφύγουν τους Τούρκους. Έτσι γλίτωσαν τον κίνδυνο και κατέφυγαν αργότερα στην Ελλάδα. Η πιο τραγική όμως ιστορία είναι εκείνη της γειτόνισσας και καλής φίλης της θείας μου. Δύο Τσέτες την ανακάλυψαν κρυμμένη στο σπίτι της και την έσυραν από τους ώμους ως τα φορτηγά τους. Η κοπέλα τότε άρχισε να φωνάζει «Μαμά, μην μ’ αφήνεις. Έλα κι εσύ μαζί μου!» Έτσι εκείνη και η μητέρα της εξαφανίστηκαν και κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτές».

[Αφηγήτρια: Λουκία Χαζάκη (Γ3) ]

2. Από τη Μικρά Ασία στη Βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Καβάλα)

...η θλίψη και η στενοχώρια ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της γιαγιάς όσο θυμόταν τα δύσκολα χρόνια που αναγκάστηκαν να περάσουν οι γονείς της και όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς και συντοπίτες για αρκετές δεκαετίες μετά τον ξεριζωμό τους....

Ψάχνοντας το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας για να βρω τις ρίζες μας και τη μικρασιατική καταγωγή μας, υπέβαλα στη γιαγιά μου Μαρία Παπαθεμελή-Λαμπρινού (Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, 1936) μερικές ερωτήσεις. Οι μνήμες της ολοζώντανες, την ταξίδεψαν πολύ πίσω στο χρόνο! Με βλέμμα απλανές άρχισε να μου διηγείται αυτά που της έλεγαν οι γονείς της όταν ήταν παιδί, δηλαδή ότι ζούσαν ήσυχα κι ωραία στα παράλια της Μικράς Ασίας, στο Αϊδίνι συγκεκριμένα, ενώ τα καλοκαίρια τα περνούσαν στην Πρίγκηπο της Κωνσταντινούπολης όπου διατηρούσαν την εξοχική τους κατοικία. «Τι όμορφη ζωή περνούσαμε! Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο και όλη η οικογένεια συμμετείχε σε κοινωνικές εκδηλώσεις, περισσότερο γιορτές με χορούς και τραγούδια, που ήταν κι η διασκέδασή τους. Μεγάλη οικογένεια με 9 μέλη, οι γονείς και 7 παιδιά, οι παππούδες δηλαδή της γιαγιάς μου! Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν η μητέρα της γιαγιάς, η οποία γνώρισε τον παππού εκεί και, κατόπιν συμφωνίας των οικογενειών, προέκυψε αρραβώνας. Ωστόσο οι συγκυρίες, για λίγο ευτυχώς, τους κράτησαν χώρια. Οι δύο οικογένειες από κοινού αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η μητέρα της γιαγιάς γεννηθείσα το 1900 ήταν μόλις 18 και ο μέλλων σύζυγος γεννηθείς το 1898, ήταν στα 20. Επιφανείς οικογένειες και οι δύο, Κατούνα ονομάζονταν και ασχολούνταν με το εμπόριο τυριών έχοντας δικό τους τυροκομείο οι μεν, Λαμπρινός οι δε, είχαν δικό τους καμίνι και ασβεστοποιεία. Στην καθημερινότητά τους περιλαμβάνονταν οι μετακινήσεις τους στο Φανάρι με σκοπό τη διακίνηση των προϊόντων, των υλικών και γενικά των αγοραπωλησιών τους. Αναγκάστηκαν να αφήσουν τις δουλειές τους, τις περιουσίες τους και να βρουν έναν ασφαλή τρόπο για την επιστροφή τους. Οι πιέσεις των Τούρκων ήταν μεγάλες κι όταν πια έγιναν αφόρητες αποφάσισαν να έρθει πρώτα η οικογένεια της μητέρας και να εγκατασταθεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και δύο χρόνια μετά, η άλλη οικογένεια. Στη διήγησή της η γιαγιά ανέφερε επίσης μερικά τραγικά περιστατικά όπως: όταν έφευγαν δεν μπορούσαν να μεταφέρουν σχεδόν τίποτα παρά μόνο κρυμμένα χρυσαφικά και χρήματα ραμμένα στον ποδόγυρο των φορεμάτων τους. Κάποια κοσμήματα που φορούσαν, συγκεκριμένα δαχτυλίδια, αναγκάστηκε να τα πετάξει λίγο πριν επιβιβαστεί στο πλοίο διότι έκοβαν τα δάχτυλα των προπορευόμενων κοριτσιών. Έτσι δεν υπάρχει κάτι που να έχουμε σαν αναμνηστικό από την Μικρασία παρά μόνο όλες αυτές τις ιστορίες που από γενιά σε γενιά μεταφέρονται για να μην ξεχάσουμε ποτέ τις άσχημες εμπειρίες των Ελλήνων. Το θετικό είναι ότι επέστρεψαν και οι δύο οικογένειες σώες κι αβλαβείς, ενώθηκε το ζευγάρι με τα ιερά δεσμά του γάμου με μόνιμη κατοικία στη Θεσσαλονίκη. Τα προβλήματα βέβαια ήταν πολλά και αρχικά άλυτα, έπρεπε να αποκατασταθούν επαγγελματικά και να στήσουν τα νοικοκυριά τους από την αρχή, αφού δεν κατάφεραν να μεταφέρουν απολύτως τίποτα από τις οικοσκευές. Γρήγορα κατάφεραν να αποκτήσουν στέγη και εργασία. Ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και την γεωργία. Με την κρατική μέριμνα απέκτησαν δική τους γη και ξεκίνησαν από το μηδέν. Μετά από σκληρή δουλειά, έχοντας ήδη φτιάξει τη δική τους οικογένεια που αριθμούσε 6 μέλη, κατάφεραν να δυναμώσουν και να επεκτείνουν τις γεωργικές εργασίες τους, αγοράζοντας εύφορα κτήματα και απασχολώντας εργατικό δυναμικό από την τοπική κοινωνία. Ανέφερε επίσης ότι υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα ως προς τα ήθη και τα έθιμα, δηλαδή ευλάβεια, πίστη στον Χριστιανισμό (αυτό πίστευε ότι τους έσωσε από την μανία των Τούρκων) και τον τακτικό εκκλησιασμό όπως και τη συνολική στάση των νεώτερων μελών της οικογένειας ως προς τους μεγαλύτερους, σεβασμός και αλληλοβοήθεια. Οι άντρες του σπιτιού εργάζονταν, ενώ τα κορίτσια μάθαιναν κέντημα και μαγειρική από τη μητέρα, ασχολίες που θεωρούνταν αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση. Αυτό που τους έκανε να το συζητάνε ξανά και ξανά ήταν ότι γλίτωσαν από τον πόλεμο, έφυγαν δηλαδή αρκετά πριν την καταστροφή και δεν έζησαν αυτά που τους διηγούνταν οικογενειακοί φίλοι που ήρθαν αργότερα και κάποιοι δεν κατάφεραν δυστυχώς, να έρθουν όλα τα μέλη τους. Αν και οι δικοί μου πρόγονοι στάθηκαν τυχεροί στην ατυχία τους, γιατί αντιλήφθηκαν εγκαίρως αυτό που ερχόταν, η θλίψη και η στενοχώρια ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της γιαγιάς όσο θυμόταν τα δύσκολα χρόνια που αναγκάστηκαν να περάσουν οι γονείς της και όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς και συντοπίτες για αρκετές δεκαετίες μετά τον ξεριζωμό τους.

[Αφηγήτρια: Μαρία Μποσμή, Γ3 ]

...Κάθε Κυριακή όταν ήμουν μικρή άκουγα τον πατέρα και το θείο μου να συζητούν με νοσταλγία για τη Μικρασία...

Κάθε Κυριακή όταν ήμουν μικρή άκουγα τον πατέρα και το θείο μου να συζητούν με νοσταλγία για τη Μικρασία Η οικογένειά μου ήρθε στην Ελλάδα λίγο καιρό μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Εγκαταστάθηκε αρχικά στην πόλη της Καβάλας και αργότερα στην τότε Δρυμούσα, τωρινή Χρυσούπολη Καβάλας (28 χλμ. από την Καβάλα). Ο παππούς μου διατηρούσε μύλο στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Εκείνος πέθανε εκεί στην πατρίδα, όπως έλεγε πάντα ο πατέρας μου. Στην Καβάλα ήρθαν ο πατέρας μου, ο μικρότερος από τα 12 αδέλφια, που, όπως μου έλεγε, τον μετέφερε στην πλάτη του ο μόνος επιζών από τα αδέλφια του, και ο θείος μου μαζί με τη γιαγιά μου τη Δέσποινα και μερικούς συγγενείς τους. Κάθε φορά που μαζευόμασταν, συνήθως τα βράδια στα λεγόμενα νυχτέρια, ο πατέρας μου, ο θείος μου και κάποια πρώτα ξαδέλφια συζητούσαν για την πατρίδα. Θυμούνταν πόσο καλά περνούσαν εκεί, πόσο επικερδής ήταν η δουλειά του μυλωνά αλλά και τις καλές σχέσεις που είχαν με τους Τούρκους. Πάντα θα θυμάμαι τα λόγια του θείου μου, ότι οι άνθρωποι δεν έφταιγαν για ό,τι συνέβη. Κάποιες φορές αναπολούσαν τους γείτονές τους και μιλούσαν γι’ αυτούς. Αυτό όμως που δε θα ξεχάσω είναι όταν κάποτε ο θείος μου επισκέφθηκε την Προύσα μας περιέγραφε με τρομερή συγκίνηση τους δρόμους, τα σπίτια, ακόμη και το μέρος που ήταν κάποτε ο μύλος του παππού που είχε αλλάξει πολλά χέρια με τα χρόνια… Δεν υπήρχε τίποτε στο σπίτι μας από την πατρίδα γιατί ο θείος μου που ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον πατέρα μου έλεγε πάντα: «Φύγαμε άρον-άρον. Μόνο τη μάνα μου και το Γιώργη πήρα και έφτασα στην Ελλάδα μετά από πολλές μέρες ταλαιπωρίας». Ανάμεσα στις αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι πάντα τα μικρασιάτικα τραγούδια και τα φαγητά, ιδιαίτερα κάθε Κυριακή που ο πατέρας μου δε δούλευε. Θα ήθελα πολύ να επισκεπτόμουν την Προύσα όσο ζούσε ο θείος μου που είχε εκεί όλες του τις αναμνήσεις. Θα μου έδειχνε τα μέρη που μεγάλωσε αλλά και τον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας μου, το μύλο του παππού ο οποίος πέρασε στα χέρια των Τούρκων μετά τον ξεριζωμό των δικών μου.

[Αφηγήτρια: Δέσποινα Χατζηκυριάκου, Καθηγήτρια Αγγλικών]

 

3. Από τη Μικρά Ασία στον Πειραιά και την Αθήνα

....με τα χρόνια προσπάθησαν να ορθοποδήσουν, να φτιάξουν σπιτικό, οικογένεια και να στήσουν δικές τους δουλειές...

"Ο παππούς μου Γιάννης Μακάρογλουέχει μικρασιατική καταγωγή. Γεννήθηκε στον Κίσσαμο Χανίων το 1943 και μου μίλησε για τις οικογενειακές μας μνήμες. Ο πατέρας του προπάππου μου λεγόταν Ιάκωβος Μακάρογλου και ζούσε στο Αϊβαλί. Ήταν παντρεμένος και είχε πέντε παιδιά, τον Κώστα (προπάππους), τον Γιώργο, την Άννα και την Κατίνα. Ήταν γαιοκτήμονας και είχε πολλά ζώα, ζούσαν καλά, καθώς ήταν ευκατάστατη οικογένεια. Ο παππούς μου, μού είπε ότι οι Τούρκοι ζήλευαν πολύ τους Έλληνες που ζούσαν στη Μικρά Ασία, επειδή ήταν νοικοκυραίοι και δουλευταράδες. Ήταν πλούσιοι και είχαν για υπηρέτες τους Τούρκους. Την εποχή εκείνη που ήταν αρχηγός των Τούρκων ο Κεμάλ Ατατούρκ, συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς που τους προμήθευαν όπλα. Τότε οι Τούρκοι οργάνωσαν ένα παράνομο στρατό για να διώξουν όλους τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία. Οι Τσέτες έμπαιναν στα σπίτια των Ελλήνων, σκότωναν, έκλεβαν, βίαζαν τα κορίτσια. Ο παππούς Ιάκωβος, η γυναίκα του και ο γιος του, ο Γιώργος, σκοτώθηκαν τότε από τους Τούρκους. Τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά γλίτωσαν και, αφού πρόλαβαν και πήραν όλα τα χρυσαφικά, όλες τις λίρες που είχαν και κάποια άλλα πολύτιμα αντικείμενα από το σπίτι έφυγαν με ένα καράβι για τον Πειραιά. Εδώ θα ήθελα να πω μια μαρτυρία που μου είπε ο παππούς μου, όπως του την αφηγήθηκε ο πατέρας του Κώστας. Στα καράβια που είχαν φτάσει τότε στη Μικρά Ασία για να «σώσουν» τους διωγμένους Έλληνες, είδε με τα μάτια του απελπισμένους Έλληνες να προσπαθούν να ανεβούν στα πλοία, γαντζώνοντας με τα χέρια τους μέρη του πλοίου και εκεί βρέθηκαν άνθρωποι που τους έκοβαν τα χέρια για να πέσουν στη θάλασσα. Εκείνες τις μέρες και ώρες υπήρχε πανικός και τρόμος, καθώς ο κόσμος προσπαθούσε να σωθεί. Όταν οι δικοί μας έφτασαν στον Πειραιά αγόρασαν ένα οικόπεδο στο Κερατσίνι και έκτισαν το σπίτι τους. Πέρασαν πολύ δύσκολα χρόνια γιατί η αντιμετώπιση των Ελλήνων δεν ήταν καλή. Οι διωγμένοι Έλληνες της Μικράς Ασίας διώχτηκαν από εκεί γιατί ήταν Έλληνες και στην Ελλάδα τους φέρονταν πάλι άσχημα γιατί τους έλεγαν Τούρκους. Όμως με τα χρόνια προσπάθησαν να ορθοποδήσουν, να φτιάξουν σπιτικό, οικογένεια και να στήσουν δικές τους δουλειές. Πολύ σύντομα όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον πόλεμο του 1940".

[Αφηγήτρια: Χαρά Μακάρογλου (Γ2)]

...Όταν έφτασαν στον Πειραιά έμεναν σε εμπορικά βαγόνια τα οποία μετακινούνταν συνέχεια και για τον άντρα του σπιτιού που έψαχνε όλη μέρα για δουλειά κάθε βράδυ ήταν δύσκολο να βρει τους δικούς του όταν γύριζε...

«Η οικογένειά μου καταγόταν από τη Σμύρνη και ήρθε στην Ελλάδα μετά την καταστροφή του ’22. Σαν πρόσφυγες αρχικά ήρθαν στον Πειραιά, επειδή όμως ο παππούς μου ήταν οικοδόμος η οικογένεια μετακινούνταν ανάλογα με την εργασία. Μετακινήθηκε στη Σύρο και κατέληξε στην Αθήνα, στους Αμπελόκηπους. Η οικογένειά μου δεν αναφερόταν συχνά στη ζωή στη Μικρά Ασία, τον πόλεμο, την προσφυγιά, την εγκατάσταση στην Ελλάδα. Θυμάμαι μόνο την εξιστόρηση του πατέρα μου, που είχε γεννηθεί το 1917, ότι ο παππούς μου κατάφερε να σωθεί γιατί είχε φροντίσει να αφήσει γένια, τα οποία ευτυχώς, παρότι ήταν μεσήλικας, ήταν λευκά. Κάλυψε το μέτωπό του με ένα σκουφί ώστε να μην φαίνεται ότι δεν είχε ρυτίδες, και, κουτσαίνοντας και κρατώντας στον ώμο του ένα από τα μικρότερα παιδιά του, μπόρεσε να περάσει και να επιβιβαστεί σε καράβι ως ο παππούς και όχι ο πατέρας της οικογένειας. Όταν έφτασαν στον Πειραιά έμεναν σε εμπορικά βαγόνια τα οποία μετακινούνταν συνέχεια και για τον άντρα του σπιτιού που έψαχνε όλη μέρα για δουλειά κάθε βράδυ ήταν δύσκολο να βρει τους δικούς του όταν γύριζε.

[Χρήστος Φανίδης, Καθηγητής Φυσικής]

 

Δ. Εναπομείναντες Έλληνες της Πόλης

...Είχαμε και Τούρκους γειτόνους, ήτανε καλοί, μας αγαπούσανε και περνούσαμε πολύ καλά. Όταν όμως άρχισε το Κυπριακό όσοι Έλληνες είχαν την ελληνική υπηκοότητα υποφέρανε...

«Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη το 1940, στο Τσιχανγκίρι, στο γερμανικό νοσοκομείο. Η οικογένειά μου έζησε στην Κωνσταντινούπολή με ελληνική υπηκοότητα. Μόνο ελληνική, την οποία ανανεώναμε κάθε δύο με πέντε χρόνια. Έτσι ζήσαμε εκεί τρεις ως τέσσερις γενιές, αλλά όταν τελείωσε το ’65 η άδειά μας μάς διώξανε.

Ερ. Πείτε μας μερικά πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια στην Κωνσταντινούπολη.

Απ.Τα παιδικά μου χρόνια ήταν υπέροχα. Πηγαίναμε το καλοκαίρι στο πατρικό μας σπίτι Θεραπειά, ένα από τα καλύτερα και ακριβότερα προάστια του Βοσπόρου. Όλες οι πρεσβείες το καλοκαίρι μεταφέρονταν εκεί. Είχε πολλούς Ρωμιούς, ήταν σαν να είμαστε στην Ελλάδα, δεν είχε διαφορά γιατί οι Τούρκοι ήταν πολύ λίγοι.

Ερ. Πώς περνούσατε με τους Τούρκους;

Απ.Η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ καλή μέχρι το 1965, πριν αρχίσει το κυπριακό. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Είχαμε και Τούρκους γειτόνους, ήτανε καλοί, μας αγαπούσανε και περνούσαμε πολύ καλά. Όταν όμως άρχισε το Κυπριακό όσοι Έλληνες είχαν την ελληνική υπηκοότητα υποφέρανε. Ήμασταν ανεπιθύμητοι γιατί είχαμε την «Ελληνική Ένωση» και οι Τούρκοι είχαν συνδυάσει την Ένωση της Κωνσταντινούπολης με το αίτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Πήραν όλα τα αρχεία και όσους ήταν γραμμένοι στην «Ελληνική Ένωση» τους έδιωξαν αφού τους πήραν αποτυπώματα, σαν να ήταν δολοφόνοι, σαν να ήταν εγκληματίες. Εμάς, επειδή δεν ήταν ο άντρας μου στην «Ελληνική Ένωση», μας έδιωξαν στις 20 Αυγούστου 1965, μόλις έληξε η άδεια παραμονής μας.

Ερ. Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεστε την Κωνσταντινούπολη;

Απ.Επειδή έζησαν πολύ ωραία, έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις, την αγαπώ πολύ. Μου έρχονται όλες εκείνες οι όμορφες στιγμές που έζησα.

Ερ. Έχετε ταξιδέψει πρόσφατα στην Πόλη;

Απ.Έχω ταξιδέψει. Έχουμε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα στα Πριγκηπόνησα όπου πηγαίναμε κάθε χρόνο για ένα μήνα, αργότερα όμως δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε. Τώρα έχω σκοπό να πάω

[Βασιλική Σιάφου (Γ3): Συνέντευξη με τη γιαγιά μου, Εριφύλη Παγώνη-Αθανασοπούλου]