Σμύρνη: Η λογοτεχνική εικόνα μιας χαμένης πολιτείας Εισαγωγή Σμύρνη της Ιωνίας: μια πόλη στη λογοτεχνία και ειδικότερα στην ποίηση. Μια πόλη με την ιστορία και την παράδοση της οποίας οι κάτοικοι του Δήμου Νέας Σμύρνης διατήρησαν και θα διατηρούν όσα χρόνια κι αν περάσουν σημαντικούς συνδετικούς δεσμούς, μια βαθιά συναισθηματική σχέση. Μια πόλη προικισμένη από τη φυσική γεωγραφική της θέση η οποία με το εύκρατο κλίμα, τους ανοιχτούς ορίζοντες και τον κοσμοπολιτισμό της διαμόρφωσε την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού και την ψυχολογία των κατοίκων της που από μικροί μάθαιναν να την καμαρώνουν, όπως περήφανα την έβλεπαν από ψηλά και μάθαιναν για την ιστορία της οι γυμνασιόπαιδες στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, του Κοσμά Πολίτη: Μοναχικοί κουλέδες, περήφανοι στη μοναξιά τους, αναβλύζανε μεσ’ από το πράσινο, πέρα, κατά το Καζαμίρ και το Σεβδίκιοϊ, εκεί που φλόκωνε μακρόσυρτος ο άσπρος καπνός του τραίνου, και πιο δώθε, έτσι που ν’ άνοιγες απεθαμή το χέρι σου θα τ’ άγγιζες, πνιγμένοι μες στ’ αμπέλια, μες στα πρεβόλια, μες στα λιόδεντρα και τους μπαξέδες, πράσινο παραλήρημα ο ψηλοθώρητος Κουκλουτζάς, ο Μπουρνόβας με τα πλατάνια και τα τρεχάμενα νερά, κι εκεί που σκαρφαλώνουν κάτι τσάμια είναι το Κοζαγάκι, και πλάι του ο χιλιοαγαπημένος ο Μπουτζάς – όλ’ αυτά μιαν άλλη ατόφια ρωμιοσύνη… Ο Έρμος φίδωνε ασπροασημής, αλάργα, ξεμπουκάριζε γλυκαίνοντας τα νερά της θάλασσας κοντά στις Φώκες, άλλη δική μας θαλασσινή πολιτεία με ταρσανά και καλοτάξιδα καράβια, κι ο Μέλης κύλαγε τα νερά του εδώ κοντά, δώθε από τον Παράδεισο. Πολλοί ανάμεσά μας ταυτίζουν το όνομα της Σμύρνης με την αρχέγονη μνήμη της πατρίδας, ενός τόπου όπου για αιώνες μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν οι πρόγονοί τους όχι μόνο στη ζωή, στις τέχνες και τα γράμματα αλλά και σε έναν ιδιαίτερο και αισθαντικό τρόπο βίου και πολιτείας που εντυπωσίαζε μεμιάς τον επισκέπτη με την ευμάρεια και την πολυχρωμία του: «όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς!». Έτσι ένιωσε στο μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου Ματωμένα χώματα ο δεκαεξάχρονος Μανόλης Αξιώτης από τον Κιρκιντζέ που, όταν έπεσε να κοιμηθεί πρώτη βραδιά στη Σμύρνη, της μίλαγε σαν ερωτευμένος «Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη», έχοντας απολαύσει όλη τη μέρα την ελευθερία του τριγυρνώντας στις σκάλες της προκυμαίας και στα σοκάκια ως το σούρουπο όταν η πόλη έβαζε τα καλά της και διασκέδαζε: Κοπέλες ξεντεκολδιασμένες, μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. […] Τα σπίτια, ακόμα και στους πιο απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακριντί. Εικόνες διάχυτου ερωτισμού στους δρόμους και τις συνοικίες της Σμύρνης που χαρακτηρίζουν την πόλη με ζωηρότητα και γοητεία κυριαρχούν και στο διήγημα «Μέσα στα γιασεμιά» (1923) του σμυρνιού Πλάτωνα Ροδοκανάκη: Οι δρόμοι της Σμύρνης και προ πάντων οι απόκεντροι, τις μεσημεριανές ώρες και τις βραδινές, όταν υπάρχει ησυχία, γεμίζουν από ζευγαράκια, και η καθεμιά με τον γιαβουκλού της, κορίτσια καλών οικογενειών, μεσαίας τάξεως και του λαού, όλες φύρδην-μίγδην εκεί καταλήγουν,πίσω από μάνδρες, όπου ούτε αστυνομία, ούτε καμμία άλλη επίβλεψις υπάρχει, για να επέρχεται ως κατευναστικόν του ακατασχέτου ενθουσιασμού της μικράς ηλικίας. Η αλήθεια είναι ότι αυτά δεν συμβαίνουν μόνον εις τας αποκέντρους συνοικίας, αλλά και εις εκείνας που είναι «περαστικές», καθώς λέγουν στη Σμύρνη, από τα παράθυρα και από τις πόρτες των οποίων, ημπορεί να συμπεράνει κανείς ότι τα νιάτα σ’ αυτή την πόλη κατέχονται από καλπάζουσα ερωτοπάθεια, που εξηγείται από μια αντίθεση, την οποίαν κανείς δεν θα επερίμενεν. Όχι δηλαδή από εμπόδια, αλλά από την ευκολία με την οποίαν συνάπτονται τα συνοικέσια. Η ίδια αίσθηση της εφέστιας γλυκιάς ζωής που θεμελιώθηκε επάνω στο εύκρατο κλίμα της ιωνικής γης σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης παρουσίας του μικρασιατικού ελληνισμού μοιάζει να διαπερνά ακόμα την πόλη 30 χρόνια μετά την καταστροφή, όταν την επισκέφθηκε ο λογοτέχνης Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος: Αυτή η ραθυμία, η γεμάτη συνείδηση ζωής, βρίσκεται μέσα στη φλέβα της Σμύρνης. Κοιτάζεις τα όμορφα σπίτια της προκυμαίας, τ’ αρχοντικά, τα κομψά και λες, εδώ πέρα κάποτε κατοίκησαν άνθρωποι που κάτεχαν και τον τρόπο και τη δύναμη να τη ζήσουν τη ζωή καταπώς της ταιριάζει. […] Οι μέρες είναι γλυκές, ο κάματος εύκολος. Συλλογιούμαι την άνοιξη της Σμύρνης. Και, βέβαια, πολύ ανοιξιάτικη είναι τούτη η πολιτεία. Και ο τόπος όλος ολόγυρα. Με αυτή τη γλύκα κυλούσε η καθημερινή ζωή, κι η μια
γενιά διαδεχόταν την άλλη σε αυτά τα χώματα, συντροφεμένη με το ήμερο
και τρυφερό τραγούδισμα μιας στοργικής μητέρας που έφερνε στη ζωή και
ανάθρεφε με αγάπη τα παιδιά της. Πέρα από τους υπαρκτούς ιστορικούς και
συναισθηματικούς δεσμούς που μας συνδέουν σήμερα με τη χαμένη πια
πατρίδα, η Σμύρνη δεν παύει να είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα
ελληνικά τοπόσημα που μόνο με το άκουσμά της παραπέμπει γλυκόπικρα στη
φημισμένη από την αρχαιότητα γη της Ιωνίας και στην καταστροφή του 1922,
μια από τις βαθύτερες πληγές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Στην εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση Σμύρνη. Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο 2006, που επιμελήθηκε ο ιστοριοδίφης και λογοτέχνης Θωμάς Κοροβίνης, περιλαμβάνεται η ενότητα «Ποιήματα για τη Σμύρνη», όπου συγκεντρώνονται 35 ελληνικά και μεταφρασμένα ποιήματα, εντόπιων και μη λογοτεχνών (Φώτος Γιοφύλλης, Γεώργιος Αθάνας, Στέλιος Σπεράντζας, κ.α.). Πολλά από τα ποιήματα έχουν επικαιρικό ή νοσταλγικό χαρακτήρα, επικεντρωμένα γύρω από το τραγικό γεγονός της απώλειας καθώς σε μεγάλο ποσοστό αντλούνται από την Ανθολογία Μαγγανάρη, Θρήνοι και παινέματα για τις χαμένες πατρίδες, Λιβάνης 1998, όπως το παρακάτω επιγραμματικό απολογητικό τετράστιχο «Σμύρνη» του Άγγελου Σημηριώτη: Καλή μου, όταν λαμπάδιασε τ’ ωραίο κορμί σου ως τ’ άστρα, δε βρέθη Θεός, να σου σταθεί μητ’ άνθρωπος εσένα, μόν κοίταζ’ η μέρα βουβή κ’ η νύχτα αναγελάστρα, γιατί οι ανθρώπ’ ήταν θεριά κ’ έλειπε ο Θεός στα ξένα. Εκτός από τα ποιήματα των ατομικών και συλλογικών θρήνων για το μαρτύριο και τον αφανισμό της πατρογονικής πόλης, ξεχωρίζω το χρονικά και τοπικά μακρυσμένο ποίημα «Η στάχτη που ταξίδευε» του Κ.Χ. Μύρη, που δημοσίευσε το 1992 με το ποιητικό του ψευδώνυμο ο φιλόλογος Κώστας Γεωργουσόπουλος στο αφιερωματικό «Μνήμη Μικράς Ασίας» τεύχος της Λέξης, εκφράζοντας με μια ευρύτερη οπτική τον καταλαγιασμένο πια κι όμως καθολικό καημό της ρωμιοσύνης.Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το τέλος του ποιήματος, κρίνοντας ότι με αυτόν τον τρόπο επανεκτίμησης και εθνικής αυτογνωσίας αποδίδονται βαθύτερα όχι τόσο οι κρίσιμες ιστορικές περιστάσεις που οδήγησαν στην καταστροφή όσο ο σημαντικός διαχρονικός αντίκτυπος που ασκεί στη σύγχρονη ανθρώπινη ψυχοσύνθεση η ύπαρξη και η διατήρηση της ιστορικής μνήμης: Η πόλη που κάηκε ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη… Ένα με το κορμί μας, κυλάει μες στο αίμα μας. Κι όταν ονειρευόμαστε, περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της και σεργιανάμε στις πλατείες. Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι, είναι τα λόγια μας σταχτιά κι η μουσική παράπονο, σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι. Η πόλη της Ανατολής μας κατοικεί Κι εξήντα τώρα χρόνια μας δικάζει. Επάνω στον κρίσιμο αυτόν παράγοντα της ιστορικής εθνικής μνήμης θεμελιώνονται ή αποσαρθρώνονται πολλές φορές τόσο οι συλλογικές κοινωνικές νοοτροπίες και τα κοσμοείδωλα όσο και οι ιδιαίτερες ανθρώπινες ταυτότητες εκείνων που εκκινούν από τον ίδιο τόπο, τον οικειώνονται και τον αναγνωρίζουν ως κοινή πατρίδα. Η βιωματική αυτή σχέση είναι μια από τις πιο γοητευτικές εκδοχές της ιστορίας μιας πόλης, με κύρια χαρακτηριστικά της από τη μια μεριά την παλίμψηστη όψη που εξασφαλίζει η συνύπαρξη του παλιού με το νέο, του εθνικού με το κοσμοπολίτικο, και από την άλλη μια διαρκώς αναδυόμενη εικόνα η οποία αναπροσαρμόζεται κάθε φορά σύμφωνα με τους ρυθμούς της τρέχουσας κοινωνικής ζωής. Αυτή τη σύγχρονη λογοτεχνική αλλά και διαπολιτισμικά συναισθηματική εικόνα της Σμύρνης διασώζουν τέσσερις τούρκοι ποιητές που περιλαμβάνει στην ανθολογία του ο Θωμάς Κοροβίνης, και ιδιαίτερα το ποίημα «Νοσταλγία της Σμύρνης» του Τζεϊχούν Ατούφ Κανσού: Είναι μια οχλοβοή αυτή, που φτάνει από μακριά, που μου φέρνει χαιρετίσματα απ’ τις θάλασσες, καθώς τα σύννεφα κάτασπρα περνούν από πάνω μου, αλαργεύω σ΄ εκείνο τον πάμπλουτο τόπο. Τα βουνά καπνισμένα προσκαλούν κάθε ψυχή, ένας πρωινός άνεμος φυσάει ακατάπαυστα προς το Αιγαίο, εκείνη η μεγάλη θάλασσα, η λίμνη των ηρώων ταξιδεύει στη σκέψη μου, που όλο εκεί τριγυρίζει. Διαχυτικός απέναντι στον τόπο ο Τζεϊχούν Ατούφ Κανσού και συγκινημένος απέναντι στις προσωπικές ανθρώπινες ιστορίες όσων ζουν και εξακολουθούν να ερωτεύονται μέσα στη Σμύρνη ο Νετζάτι Τζουμαλί: Η ιστορία μιας πόλης είναι η ιστορία των ερώτων της. Οι πόλεις αν ζήσουν στη μνήμη μας, θα ζήσουν με τους έρωτές τους. Ακόμη κι όταν δεν σκοπεύω να πω λόγια ερωτικά, ό, τι γράφω για τη Σμύρνη το αφιερώνω σε σένα. αποτυπώνουν μια σύγχρονη λογοτεχνική εικόνα μιας αειθαλούς ανατολικής πόλης, όπως τη διατήρησαν στη μνήμη μας χιλιοτραγουδισμένα ή νεόκοπα τα σμυρνέικα τραγούδια. Διαχρονική και λυτρωτική η μνήμη κι η αγάπη της Ιωνίας αναδεικνύει τη βαθύτερη οντότητα του τόπου όπως αυτή διαχέεται στην καθημερινή ζωή και την ψυχολογία των κατοίκων του, ανασυνθέτοντας ακόμα και από τη στάχτη τη ζωή και γεφυρώνοντας με τον καιρό τα χάσματα. Νοσταλγική μνήμη κι αγάπη της Ιωνίας που επανέρχεται διαδοχικά και στο δικό μας, το επιγενόμενο σημερινό παρόν, με το «παλιό της καθρεφτάκι» από το γνωστό τραγούδι «Τα σμυρνέικα τραγούδια» του Παντελή Θαλασσινού, σε στίχους του Ηλία Κατσούλη, που καθημερινά διαθλά την κίνησή μας μέσα στους δρόμους της Νέας Σμύρνης με τις δικές της τοπωνυμικές σημάνσεις αλλά και αρκετά από τα δικά της ιστορικά και πολιτισμικά σημεία αναφοράς, όπως είναι η Αγία Φωτεινή και η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, που επανασυστάθηκαν και λειτουργούν στην πόλη μας. [Από την ομιλία της κας Δώρας Μέντη στην εκδήλωση στα πλαίσια των αφιερωματικών εκδηλώσεων του Δήμου Νέας Σμύρνης για τα 90 χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή, «Γαλαξίας» 21 Μαρτίου 2012.] Ανθολόγιο Κ.Π. Καβάφης, «Ιωνικόν» (1911) Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη, σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη. Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των· και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή, αόριστη, με διάβα γρήγορο, επάνω από τους λόφους σου περνά. Κωστής Παλαμάς, «Ανατολή» Πέρα ως πέρα στη γη της Ιωνίας δοξαστικό αχολόγησε τροπάρι! απ’ την Κνωσσό ως την Πέργαμο θεία χάρη όπου Ελλάδα πηγή της αρμονίας. Και ω Σμύρνη πάντα εσύ μαργαριτάρι στα μαλλιά της νεράιδας Μικρασίας! Η Μίλητος δεν είναι πια καμάρι της Ιστορίας, της Δόξας Εφεσίας!, οι καιροί σβήσαν τη φεγγοβολιά. Σμύρνη, ξανά γεννήτρες είναι οι Μοίρες (χτυπήστε Ομήρων ιωνικών οι λύρες) μεσ’ στη ζεστή της μάνας σου αγκαλιά που ανοίγεται όλα για να τ’ αγκαλιάσει και τα σκόρπια τα σπλάχνα της, μια πλάση. Οδυσσέας Ελύτης, «Μικρή πράσινη θάλασσα» (1971) Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Που θα ’θελα να σε υιοθετήσω Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Για να σε κοιμηθώ παράνομα Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου. Γιώργος Σεφέρης, «Μνήμη, Β΄. Έφεσος» (1955) Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια: «Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή. Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πώς αλλάζει το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει όποιος αγάπησε στο φως των άλλων ο κόσμος φθείρεται μα εσύ θυμήσου Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο». Είπε, και πήρε το μεγάλο δρόμο που πάει στ’ αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα πέρα στα βούρλα. Το λυκόφως θα ’λεγες για το θάνατο ενός ζώου, τόσο γυμνό. Θυμάμαι ακόμη ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα, Κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;» Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου». Κι έτρεξε στην ορχρήστρα ουρλιάζοντας: «Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!» Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας Κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου. Άγγελος Σημηριώτης «Σμύρνη» Καλή μου, όταν λαμπάδιασε τ’ ωραίο κορμί σου ως τ’ άστρα, δε βρέθη Θεός, να σου σταθεί μητ’ άνθρωπος εσένα, μόν κοίταζ’ η μέρα βουβή κ’ η νύχτα αναγελάστρα, γιατί οι ανθρώπ’ ήταν θεριά κ’ έλειπε ο Θεός στα ξένα. Κ.Χ. Μύρης [= Κ. Γεωργουσόπουλος], «Η στάχτη που ταξίδευε» (1992) Τις πρώτες μέρες, τρυπώσαμε στα σπίτια πανικόβλητοι. Κατεβάσαμε τα παντζούρια, μανταλώσαμε τα παράθυρα, Σφραγίσαμε με κουρέλια τις ρωγμές των τοίχων, Βάλαμε στους ρόζους κερί, Κολλήσαμε σταυρωτές ταινίες στα ραγισμένα τζάμια, Γυρίσαμε και δυο και τρεις φορές Το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Του κάκου. Γέμισαν τα δωμάτια καπνό και στάχτη. Η πόλη καιγόταν απέναντι. Τον Αύγουστο με το μελτέμι, Ταξιδεύουν οι εφιάλτες ταχύπτεροι. Ο καπνός και η στάχτη Ποτίζαν τους τοίχους, Καθίζαν πάνω στα έπιπλα, Θολώναν τους καθρέφτες, Κρέμονταν στα δοκάρια Και κατοικούσαν στις χαραμάδες. Ο καπνός και η στάχτη Ποτίζαν τους τοίχους, Καθίζαν πάνω στα έπιπλα, Θολώναν τους καθρέφτες, κρέμονταν στα δοκάρια και κατοικούσαν στις χαραμάδες. Ο καπνός και η στάχτη Τρυπώναν στο κατώι, Κατασταλάζαν στα γεννήματα Πήρε μια γεύση στυφή το κρασί, Τ’ αλεύρι πίκριζε Και το ψωμί στο στόμα λάσπωνε. Πού και πού, η γλώσσα μας Ανίχνευε τη στάχτη Κι ανάμεσα στα δόντια Ξεφύτρωναν μικρά κάρβουνα. […] Η πόλη που κάηκε ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη… Ένα με το κορμί μας, κυλάει μες στο αίμα μας. Κι όταν ονειρευόμαστε, περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της και σεργιανάμε στις πλατείες. Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι, είναι τα λόγια μας σταχτιά κι η μουσική παράπονο, σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι. Η πόλη της Ανατολής μας κατοικεί Κι εξήντα τώρα χρόνια μας δικάζει. Γιάννης Καρατζόγλου, «Οι γλάροι της Σμύρνης» (2009) Δεν ήμασταν εμείς που φεύγαμε, μα η ακτογραμμή απέναντί μας: το πλοίον ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ έμενε σταθερό ενώ όλοι ατενίζαμε ανεβασμένοι στο άλμπουρο της πλώρης, πώς μια πατρίδα χάνεται, πώς κρύβεται μες στους καπνούς και ξεθωριάζει η Αγια-Φωτεινή, πώς τα τραγούδια γίνονται βουβές κραυγές κι οι γλάροι της Σμύρνης περιστρέφονται ακολουθώντας τους αφρούς της έλικας για λίγο κι ύστερα επιστρέφουνε στο Quais τους, πώς σβήνουνε στις στάχτες τα αρώματα από τις τριανταφυλλιές, πώς οι αυλές κι οι ταράτσες όπου γλεντήσαμε ανέμελα μια κούφια προσωρινή ελευθερία, γίνονται ίσκιοι, στίγματα και ίχνη, φανταστικά οράματα στην καταχνιά… Την ίδια ώρα πίσω από τα βουνά, σε ατέλειωτη πορεία ο θείος Αναστάσης για πάντα αιχμάλωτος αμίλητος να τρώει τα χιλιόμετρα της πέτρας, να υπομένει σιωπηλός τη μεγάλη των αιωνίων εχθρών εκδίκηση και να πορεύεται στα βάθη της Ανατολής, δίχως καμιά ελπίδα επιστροφής, με μόνη βεβαιότητα εκείνη του τέλους. Στην άλλη άκρη της θάλασσας πια, στην άλλη Ελλάδα, στις νέα πόλεις που χτίστηκαν πάνω σε έρημα χωράφια, στη Νέα Σμύρνη, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στη Νέα Μενεμένη, στο Νέο Κορδελιό, κάθε σπίτι είχε ένα θείο Αναστάση που τον σταύρωναν κάθε πρωί και κάθε βράδυ οι γιαγιές με τα μαύρα τσεμπέρια μες σ’ ένα σύννεφο καπνών του λιβανιού κάτω απ’ το εικονοστάσι, μπας και γυρίσει, μπας και τες φανερώσει κάποιο σημείο ζωής… μα οι Αναστάσηδες αφανέρωτοι. Δεκάδες χρόνια αργότερα διοργανώνονται εκδρομές με πούλμαν πολυτελή στα «μέρη μας», τα σύνορα ανοιχτά για κάθε «ξένο» με δολάρια, ξενοδοχεία πέντε αστέρων θεμελιωμένα πάνω στα χωνεμένα κόκκαλα των Αναστάσηδων, δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας πατάνε στα παλιά τους κουρασμένα βήματα και οι γιαγιές εκείνες οι μαυρομαντιλούσες χους ήσαν και εις χουν απήλθον, προ πολλού. Τζεϊχούν Ατούφ Κανσού, «Νοσταλγία της Σμύρνης» (1998), μτφρ. Θωμάς Κοροβίνης Είναι μια οχλοβοή αυτή, που φτάνει από μακριά, που μου φέρνει χαιρετίσματα απ’ τις θάλασσες, καθώς τα σύννεφα κάτασπρα περνούν από πάνω μου, αλαργεύω σ΄ εκείνο τον πάμπλουτο τόπο. Τα βουνά καπνισμένα προσκαλούν κάθε ψυχή, ένας πρωινός άνεμος φυσάει ακατάπαυστα προς το Αιγαίο, εκείνη η μεγάλη θάλασσα, η λίμνη των ηρώων ταξιδεύει στη σκέψη μου, που όλο εκεί τριγυρίζει. Νετζάτι Τζουμαλί, «Αφιέρωση» (1983), μτφρ. Άρης Τσοκώνας Μικρό μου είσαι τώρα στα δεκαοχτώ σου, η φήμη της ομορφιάς σου εξαπλώθηκε παντού. Οι μέρες κι οι νύχτες της Σμύρνης ξαναζωντανεύουν στη μνήμη μου με σένα. Πού πήγαν οι ερωτευμένες γυναίκες, τα παλικάρια της Σμύρνης μας αυτής που αιώνες κοιμάται κάτω από τη σκιά σβησμένων ηφαιστείων και κάστρων; Έζησαν κι αποδήμησαν στ’ αλήθεια, ποιος να ξέρει; Κοιτάζω τις βεράντες, τις επαύλεις κι αναπολώ τις μέρες που κύλησαν δίχως ν’ αφήσουν ίχνη και αναμνήσεις όπως κυλούν τα σύννεφα πίσω απ’ τα ιστιοφόρα που φεύγουν! Μυστήριο είναι τώρα τόσες ωραίες ζωές, τόσοι ωραίοι θάνατοι! Μυστήριο τώρα τα δάκρυα, μυστήριο οι ευχές, μυστήριο αυτά που μας είπαν για την ιστορία των αιώνων. Όλα όσα ξέρουν για τη Σμύρνη ο ένας κι ο άλλος είναι οι σκόρπιες αφηγήσεις των γερόντων. Οι πόλεις γεννούν τους έρωτες, οι πόλεις τους δίνουν ζωή. Έζησα όπως ήθελα, αγάπησα με την καρδιά μου. Ξέρω πως η ευτυχία κι η μοναξιά μου οφείλονται σ’ αυτό, το ξέρω από τότε που σε γνώρισα, από τότε που σ’ έχω χάσει. Η ιστορία μιας πόλης είναι η ιστορία των ερώτων της. Οι πόλεις αν ζήσουν στη μνήμη μας, θα ζήσουν με τους έρωτές τους. Ακόμη κι όταν δεν σκοπεύω να πω λόγια ερωτικά, ό, τι γράφω για τη Σμύρνη το αφιερώνω σε σένα. |