Εισαγωγή

Στον σύνδεσμο αυτό φιλοδοξούμε να δημιουργήσουμε ένα ενδεικτικό ανθολόγιο λογοτεχνικών και περιηγητικών αναφορών για τη Σμύρνη, να γνωρίσουμε χώρους, δρόμους, κτήρια, στιγμιότυπα της πόλης μέσα από από την οπτική λογοτεχνών και περιηγητών.

 Εικόνες από τη Σμύρνη του Σωκράτη Προκοπίου*

*Οι αναφορές που ακολουθούν τοποθετούνται το Μάιο-Ιούνιο 1919, μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (2 Μαΐου 1919)

«Αγκαλιασμένη από τα προάστειά της σαν από φιλόστοργα παιδιά, και ακουμπισμένη στο γέρο φύλακά της τον Πάγο, […] να πια και η Σμύρνη»

 

«Σε λίγο φαίνονται στο βάθος το θωρηκτό «Λήμνος»* και αριστερά του Παπά η Σκάλα και το Κορδελιό, το Αλάμπεη, τα Πετρωτά, η Αγιά Τριάδα, το Μπαϊρακλή και δεξιά το Κοκάργιαλη, ο Κιοζ-τεπές, η Καραντίνα και το Καρατάσι με τα δεντρόφυτα σπιτάκια τους, άλλα χαμηλά, άλλα υψηλά σαν ένα απάνω στ’ άλλο, και πέρα στο αχνό βάθος ο ξακουστός για τα λουλούδια του Μπουρνόβας και πάρα πέρα ο Κουκλουτζάς με τα καλά του παλληκάρια που υψώνουν κ’ οι δυο με περηφάνια τα καμπαναριά τους, σαν λάβαρα συμβολικά της αγάπης τους στην πίστι και στην Πατρίδα. Αγκαλιασμένη από τα προάστειά της σαν από φιλόστοργα παιδιά, και ακουμπισμένη στο γέρο φύλακά της τον Πάγο, με τα χαλασμένα κάστρα του που τα φρουρούν φαντάροι, να πια και η Σμύρνη […] Την ώρα αυτή που ο ήλιος ο χρυσός κάνει τη θάλασσα να λάμπη διώχνοντας την πάχνη που κρύβει με ζήλεια τη θωριά της, νομίζεις, πως κάποια ώμορφη βασίλισσα, που ξυπνάει ράθυμα απ’ το γλυκό της ύπνο, ξεσκεπάζοντας το κορμί της απ’ την αραχνοΰφαντη γαλάζια σάρπα της κοιτάζει με καμάρι τα κάλλη της σ’ ολόχρυσο καθρέφτη.

Να και το κάτασπρο καμπαναριό της Άγια-Φωτεινής, που θαρρείς πως δίνει διαταγές στους πέρα μιναρέδες, και στον Πύργο του Κονακιού με το Ρολόϊ▪ να και τα σπίτια με τα τζαμλικένια μπαλκόνια του ξακουσμένου «Κ α ι» και τα τραμβάγια με τ’ αργοκίνητα αλόγατα κι’ οι καρότσες που τρέχουνε στις πλάκες του, να και του Ντισού τα Μπάνια, το Κόρσο, το Λούναπαρκ, το θέατρον Σμύρνης, η Αλάμπρα, το Σπόρτιγκ, το καφέ Παρί, η Λέσχη των Κυνηγών, του Φώτη Κλωναρίδη, το ωραίο καφενείο που παίζουν και τραγουδούν τα Πολιτάκια, η Ήβη, το Ζάππειον, του Ποσειδών κι’ ο κόσμος που κάθεται στα τραπεζάκια ή περπατά απάνω κάτω ή ψαρεύει στην ακρογιαλιά. Να και το Κουμερκάκι με την Ελληνικιά σημαία, να και τα βαποράκια του Κορδελιού και του Κιοζ-Τεπέ, που βγαίνουν από το λιμάνι να κάνουν τη γραμμή τους και καπνίζουν τα φουγάρα τους και φωνάζουν οι μπουρούδες τους…»

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ. 112-113]

 

 

«…Ένας […] περίπατος στο Μπουρνάμπαση στην εποχή των ροδιών…»

 

«Θυμηθήκανε ακόμα και τους μαθητικούς περιπάτους στο Κοζαγάκι του Μπουτζά, όπου πηγαίνανε από το πρωί με τα πόδια και περνούσανε την ημέρα κάτω από τα παχύσκια πεύκα και άλλοι πηδούσανε τα «βαρελάκια» και την «ελιά» και άλλοι παίζανε «κατρακύλα», άλλοι την «κολοκυθιά» ή την «τυφλομυίγα», άλλοι παλεύανε, άλλοι σκαρδώνανε στα δένδρα, άλλοι παίζανε αμάδες ή «τ σ ι λ ί κ ι», άλλοι κάνανε βοτανικές συλλογές και άλλοι το ρίχνανε στην ξάπλα. Ένας τέτοιος περίπατος στο Μπουρνάμπαση στην εποχή των ροδιών αφήκε στον Αλέκο μια αξέχαστη ανάμνησι. Είχανε ξεκινήσει πολύ πρωί με τα φαγιά τους από το Γεφύρι, την ώρα που οι Κουκλουτζαλήδες, γαλατζήδες, γιαουρτσήδες και μανάβηδες κατεβαίνουν καβάλλα στ’ άλογό τους από το ψηλό χωριό τους, που μοιάζει κάστρο, για να πουλήσουν στη Σμύρνη τα είδη τους. Το Μπουρνάμπαση ξετρέλλανε όλα τα παιδιά με τα άφθονα νερά του, ίδια κρύσταλλα, τους πελώριους και φουντωντούς πλατάνους του, γεμάτους λελεκοφωλιές και τα κατινάρια ρόδα του. Τάπιασε όλα τα παιδιά μια τέτοια όρεξι, που κοντέψανε να φάνε και τον ίδιο το Χριστοφή, τον ξακουστό καφετζή του Μπουρνάμπαση. Δεν ξεχάσανε να πάνε και στην εκκλησίτσα τ’ Άι Θεράπη, που το κόνισμά του τραβά σαν μαγνήτης τα μεταλλίκια και τα τεσσαράκια. Όλων των μαθητών τα κολλήματα μένανε σαν καρφωμένα πάνω στο κόνισμα, που παριστάνει έναν άγιο με πολύ μεγάλα γένεια (ήτανε, λέει, Τούρκος κ’ έγεινε Χριστιανός) και μόνο του Αλέκου το μεταλλίκι δεν έπιανε, αν και πάσχισε ο καημένος πολλές φορές. Κάποιος μαθητής σαχλός «μοναμίς» του είπε τότες, πως στην αγάπη  του θα είνε…άτυχος.»

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ. 121-123.]

 

 

«…εύρισκε πως ο Φραγκομαχαλάς με τις φερχανέδες του έχει πιότερο μεγαλείο από το Πέρα της Πόλης…»

 

«Στο Φραγκομαχαλά το βράδυ έκανε ο Αλέκος περίπατο. Νόμιζε πως πρώτη φορά έβλεπε τον αριστοκρατικό εκείνο δρόμο. Του φαινότανε στα νοσταλγικά του μάτια  κάτι σαν φαντασμαγορικό, που άξιζε να διαθέση ώρες να το χορτάση. Οι ηλεκτροφωτισμένες και πλούσιες βιτρίνες, οι στολισμένες με τόσο λεπτό γούστο, των ωραίων καταστημάτων του «Μ π ο ν Μ α ρ σ έ», του «Σ α λ –ν τ  ε –β ά ν τ», του Λαδοπούλου, του Σταμπαδοπούλου, του Σολάρι, του Σκούρου, του Συλλαΐδη, του Σίγγερ, του Μωραϊτίδη, του Μωραΐτη, του Ατζιτίρη, του Γεωργιάδη, του Ξενοπούλου, του Αγγλοΐστερν, του Ορόσδι-Μπακ, του Καλούμενου, του Δημητριάδη, του Κοκώνη, από το Φασουλά ίσαμε τα Γιαλάδικα, ήτανε για τον Αλέκο σαν πελώρια διαμάντια που τον τραβούσανε με την λάμψι και την ευμορφιά τους. Τις καμάρωνε μια μια σα να ήτανε δικές του. Το ίδιο έκανε, δηλαδή παραλόγιαζε με τις Σμυρνιές, που μπαίνανε και βγαίνανε σα φρεγάδες στα καταστήματα με τα κομψοπακεταρισμένα ψούνια τους, γελαστές, σκορπώντας γύρω ωραίες αστραφτερές ματιές και ευγενικά μύρα και αρώματα. Αυτός που δεν πρόσεχε άλλοτε παρά μόνο τα βιβλία του, κοίταζε τώρα με αθώα περιέργεια τα λούσα και τη χάρι και τις ομορφιές των γυναικών, κ’ εύρισκε πως ο Φραγκομαχαλάς με τις φερχανέδες του έχει πιότερο μεγαλείο από το Πέρα της Πόλης και πως η Σμύρνη νικά και την Οδησσό, και την Κωνστάντζα σ’ όλα τα πάντα

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ. 124.]

 

 

«Κάθε πρωί ο Αλέκος έπαιρνε τον καφέ του στην «Ή β η», και χάζευε με τα «τ ρ α μ β ά γ ι α»,…»

«Κάθε πρωί ο Αλέκος έπαιρνε τον καφέ του στην «Ή β η», και χάζευε με τα «τ ρ α μ β ά γ ι α», που περνούσανε και προπάντων με κείνα που τα τεμπέλικα αλόγατά τους δεν προχωρούσαν και οι επιβάτες βγαίνανε και τα σκουντούσανε▪ διασκέδαζε με τις βάρκες, με τα καΐκια με τα φουσκωμένα λευκά πανάκια τους, με τα βαποράκια που πήγαιναν κ’ ήρχονταν, με τη «Λήμνο», που το φουγάρο της κάπνιζε διαρκώς, και τα ξένα πολεμικά, που δίνανε ζωή στο απέραντο γαλάζιο γυαλί του Κόλπου. Όταν δεν εύρισκε παρέα να κουβεντιάση, έπαιρνε με τη σειρά τις πρωϊνές εφημερίδες «Α μ ά λ θ ε  ι α», «Α ρ μ ο ν ί α», «Κ ό σ μ ο», «Η μ ε ρ η σ ί α», που τις προτιμούσε από τις αθηναϊκές, και διάβαζε τα νέα. Το ίδιο έκανε και τ’ απογέματά του στο τζαμλίκι του Κόρσο, όπου ήτανε πιο ήσυχα και δεν τον ενοχλούσανε τόσο οι φυστικάδες, οι λοταρτζήδες, οι λούστροι…. Εδώ τον ευχαριστούσε το φύσημα του τρελλού «μ π ά τ η» και τα παιχνίδια της θάλασσας στις γρανιτένιες και πλυμένες από το κύμα πέτρες της ακρογιαλιάς. Παίρνοντας το καφεδάκι του, διάβαζε κ’ εκεί τον «Τ η λ έ γ ρ α φ ο» και το «Θ ά ρ ρ ο ς» και τον σατυρικό «Κ ό π α ν ο», που τον έκανε να ξεκαρδίζεται στα γέλια με τις επιτυχημένες καλικατούρες του και τα έξυπνα και αστεία τραγουδάκια του.»

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ. 126-127.]

 

 

«…στο Κορδελιό, το χωριό με τα μυρωδάτα τριαντάφυλλα, τα ωραία κορίτσια και τα μεζελίδικα κέντρα της ακρογιαλιάς του…»

«Τις μέρες του, ίσαμε τη μεγαλοβδομάδα, που πέρασε ο Αλέκος στη Σμύρνη σεργιανούσε στο Κορδελιό, το χωριό με τα μυρωδάτα τριαντάφυλλα, τα ωραία κορίτσια και τα μεζελίδικα κέντρα της ακρογιαλιάς του, πότε στο χαριτωμένο Μπαϊρακλή και στην ρωμαντικιά Αγιά Τριάδα και πότε στο Κοκαργιαλί, γιατί τ’ αρέσανε οι εξοχικοί περίπατοι»

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ. 125-126]

 

«…Μπρος στα «σ π ι τ ά λ ι α» μας, του λέει ο Μήτσος, δεν μπορούν να βγούνε ούτε τα αρμένικα, ούτε τα φράγκικα, μα ούτε και τα ολλανδέζικα…»

«Ο κύριος υπολοχαγός τάχασε σαν είδε το απέραντο της Σμύρνης νοσοκομείο που ωνομάστηκε «Γραικικό», αντί ελληνικό, για να μην ερεθίζωνται τα νεύρα των Τούρκων. Εθαύμασε την αστραφτερή του πάστρα, την τάξι του, τους πρόθυμους και έμπειρους νοσοκόμους και τις νοσοκόμες του, και προ πάντων τους μεγάλους Σμυρνιούς γιατρούς του.

-Μπρος στα «σ π ι τ ά λ ι α» μας, του λέει ο Μήτσος, δεν μπορούν να βγούνε ούτε τα αρμένικα, ούτε τα φράγκικα, μα ούτε και τα ολλανδέζικα.»

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ.127-128]

 

 

«… Οι αρμονικοί ήχοι, που σκορπούσανε τόσα χρόνια οι βροντερές καμπάνες του ήτανε οι χτύποι της καρδιάς όλης της Χριστιανικής Ανατολής…»

«Σε λίγα λεπτά φθάσανε στο «Τ ρ ί σ τ ρ α τ ο» της Άγια-Φωτεινής. Όλοι σηκώσανε τα μάτια τους να κοιτάζουν το θεώρατο κάτασπρο καμπαναριό, που είνε ύψους 29 μέτρα, με το τετραπρόσωπο μεγάλο ρολόι του, και τις μεγάλες και μικρές καμπάνες του. […] Οι αρμονικοί ήχοι, που σκορπούσανε τόσα χρόνια οι βροντερές καμπάνες του ήτανε οι χτύποι της καρδιάς όλης της Χριστιανικής Ανατολής, […]

Περνώντας την πόρτα της Άγια Φωτεινής ο υπολοχαγός πρόσεξε την επιγραφή της, που λέει πως η Εκκλησιά καταστράφηκε στο 1688 από σεισμό, και ξαναχτίστηκε στο 1690 και κάηκε το 1763 και ξαναχτίστηκε στο 1792. Δηλαδή η σημερινή Εκκλησία είνε 130 χρονών, πάνω κάτω. Αγκαλά παλιές επιγραφές 100 και 200 χρονών, διαβάζει κανείς και στις επιτάφιες πλάκες του αυλόγυρου […]

Εκείνο, που καταγοήτευσε τον υπολοχαγό ήτανε το θαυμάσιο τέμπλο της Εκκλησιάς, σπουδαίο έργο ξυλογλυπτικής, που δεν είδε πουθενά αλλού.

-Τι φυσικά που είνε τα τσαμπιά τα σταφύλια, τα μήλα και όλα τα φρούτα που παριστάνει, λέει ο υπολοχαγός. Έχουμε, του απαντά ένας παρών επίτροπος της Εκκλησιάς, και στον Άι-Γιάννη, στον Απάνω Μαχαλά, το ίδιο τέμπλο, που είνε νομίζω καμωμένο από τον ίδιο τεχνίτη»

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ. 129-131]

 

«…Ήτανε μα την αλήθεια κάτι σαν όνειρο, το πανόραμα που ξαπλωνόταν κάτω στα πόδια τους….»

«Την άλλη μέρα πήγανε με τον κύριο υπολοχαγό στον «Π ά γ ο», να δούνε τα παλιά κάστρα της Σμύρνης, το αρχαίο Θέατρο και το μέρος που μαρτύρησε ο Άις Πολύκαρπος. Ήτανε μα την αλήθεια κάτι σαν όνειρο, το πανόραμα που ξαπλώνονταν κάτω στα πόδια τους. Η «μισκίνικη» η στριμωγμένη τούρκικη Σμύρνη με τους μιναρέδες της και η μεγαλόπρεπη και απλόχωρη χριστιανική με τα καμπαναριά της, η καταγάλανη θάλασσα, τα χωριά και οι κάμποι πέρα τα «Δ υ ο  α δ ρ έ φ ι α» και τα γαλάζια μακρινά βουνά, άφηναν την εντύπωσι μιας απέραντης, υπέροχης ζωγραφιάς, από εκείνες  που συναρπάζουν, που γοητεύουν τα μάτια και την ψυχή του θεατού με την αρμονία των χρωμάτων τους.»

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ. 132-133]

 

«…στο μεγάλο εγγλέζικο σπίτι του μουσιού Χάμπετ-Βίτελη [στον Μπουρνόβα]»

«[…] έφτασαν έξω από το σπίτι του μουσιού Χ ά μ π ε τ. Ο μπάρμπας του Μήτσου […] τους πήρε μέσα και τους σεργιάνισε στο θαυμάσιο περβόλι του «τ σ ε λ ε μ π ί δ ι κ ο υ» σπιτιού, που τα «μ π ό μ π ι λ ά» του και οι αντικιτές του και τα λούσα του δεν βρίσκονταν ούτε σε Μουσείο.

[…]

Ο Αλέκος γεμάτος θαυμασμό με την ομορφιά του σπιτιού λέει στην παρέα: -Αυτό το σπίτι μοιάζει με ξωτικό παλάτι, με παραμυθένιο «σ ε ρ ά ι» που μπορεί να δεχθή πασάδες! Ο περβολάρης γέλασε και λέει στον Αλέκο:

Λοιπόν  αυτό το σπίτι δέχτηκε πολύ πιο μεγάλους από πασάδες! Στο 1833 δέχτηκε πρώτα πρώτα τον βασιλιά της Ελλάδος, τον Όθωνα, όταν ήρθε κι’ έμεινε στη Σμύρνη 14 μέρες. Η συχωρεμένη η γριά κοκώνα μού τα διηγήθηκε και μούπε πως στο χορό που δόθηκε στη μεγάλη σάλα και καλεστήκανε τα πιο μεγάλα προσώπατα της Σμύρνης, χόρεψε και η ίδια με τον Όθωνα, που ήτανε τότες ένα ξανθό και ζωηρό παλληκαράκι. Στο 1864 στο ίδιο αυτό σπίτι σερβιρίστηκε και ο Σουλτάν Αζίζ. Η κόρη του συχωρεμένου του γέρου Τσελεμπή του πρόσφερε μέσα στο δίσκο τα κλειδιά του σπιτιού κι’ ατός του της τα γύρισε πίσω γελαστός.

Σ’ εκείνο το δενδρόφυτο ύψωμα, που βλέπετε στην άκρη του περβολιού που χτίστηκε επίτηδες για τον Σουλτάνο, του πρόσφερε ο Τσελεπής το τσάι. Αγκαλά όλα τα εγγλέζικα σπίτια στο Μπουρνόβα είνε αληθινοί παράδεισοι. Μα μπας και πέφτουν κάτω τ’ αρχοντόσπιτα των δικών μας Χριστιανών –του Μπαλτατζή, του Ψιακή, του Μακροποδάρα, του Γαζετιέρη, του Χατζή Κωστή, της Σοφιανοπούλου; Όταν ήρθε η ώρα να φύγουνε, ο καλός περιβολάρης, τους φόρτωσε με αγκαλιές μοσχομύριστα λουλούδια, τριαντάφυλλα, ζιμπούλια, κρίνοι, πανσέδες και τόσα άλλα, από κείνα τα φίνα που βγάζουν μονάχα τα ξακουστά περιβόλια του Μπουρνόβα.»

[Σωκράτης Προκοπίου, Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήνα, 1928, σ. 140-141]

 

 

 

Εικόνες από τη Σμύρνη του Κοσμά Πολίτη

 

 (συνοικία) Φασουλάς

«Σήμερα κατέβαινε συλλογισμένος από το Φαρδύ της Αγίας Αικατερίνης, κι από του Ζέρβα το Φούρνο και τα Μπογιατζίδικα βγήκε στο Φασουλά.

Του άρεσε να βλέπει τη ζωή, την κίνηση, τα μανάβικα, τα χασαπιά, τα μπακάλικα και τα ψαράδικα, τον κόσμο να μπαινοβγαίνει, να πηγαινοέρχεται, τις καρότσες και τ’ αλόγατα έξω από το μεγάλο χάνι του Φασουλά. Έμπαινε και στη σπετσαρία –όχι τη γαλλικιά- που στο τζάμι της βιτρίνας της είταν ζουγραφισμένο το ελληνικό στέμμα, και ολόγυρα με χρυσά γράμματα: «Προμηθευτής της Α.Μ. του Βασιλέως των Ελλήνων». Κουβέντιαζε καμιά ωρούλα με τους γιατρούς, που τραπεζωμένοι γύρω από τη βιτρίνα συζητούσαμε για τα ελληνικά πολιτικά, όσο στο βάθος, πάνω στο μαρμαρένιο πάγκο, ο Φίλιππας ο φαρμακοτρίφτης έφτιανε αλοιφές μέσα σ’ ένα γυάλινο γουδί. Οι γιατροί κόβανε τη συζήτηση για να ρίξουν πονηρές ματιές και να σχολάσουν όταν περνούσανε γυναίκες έξω, στο σουλαντισμένο ντουσεμέ, ανασηκώνοντας τη φούστα τους λίγο πιο πάνω απ’ τον αστράγαλο.»

[Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, (επιμ. Peter Mackride), Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 31]

 

*σπετσαρία: φαρμακείο

* σουλαντίζω: καταβρέχω (σουλαντισμένο: καταβρεγμένο)

*ντουσεμές: πλακόστρωτο  ακανόνιστο λιθόστρωτο

 

Φραγομαχαλάς

«Η καμπάνα του ρολογιού της Αγίας Φωτεινής, που ακουγότανε σ’ ολάκερη τη μεγάλη πολιτεία με τις τρακόσες χιλιάδες ψυχές, χτύπησε δώδεκα. Τούτη την ώρα, φιόριζε ο Φραγκομαχαλάς. Γυναικόκοσμος στους δρόμους και τα μαγαζιά. Έβρισκες σ’ αυτά ό,τι λαχταρούσε η ψυχή σου: τον Ουρανό με τ’ άστρα και τον Αυγερινό. Σκολνούσανε κ’ οι υπάλληλοι από τις τράπεζες. Είτανε κάτι να ‘σαι τραπεζιτικός, ξεχώριζες μέσα στην κοινωνία, λογαριαζόσουνα γαμπρός αν είσουνα μπεκιάρης. Φεύγανε και οι κύριοι απ’ τα γραφεία τους. Χαιρετούρες δεξιά ζερβά. Όπως την Κυριακή πρωί στο Κιαι, έντεκα με δωδεκάμισι.

-Καλημέρα.

-Καλημέρα σας, κυρία μου.

-Καλημέρα σας, δεσποινίς.

-Μπονζούρ, μαντάμ.

-Μπονζούρ, ματμαζέλ.

-Χάλλοου, Τζιμ.

Οι κυρίες, ανάλογα με την εποχή, μαντώ, ταγιέρ ως κάτω από το γόνατο, μποτίνες κουμπωτές ή διάφανες μουσελίνες και γοβάκια. Οι κύριοι το χειμώνα μπομπέ, ζακέτα (ιροντέλ τη λέγανε), ή μεσάτο πανωφόρι. Το καλοκαίρι, ψαθάκι, άσπρο λινό κουστούμι κι άσπρα παπούτσια. Το χειμώνα, το μπαστουνάκι απαραίτητο.

-Καλημέρα σας.

-Μπονζούρ, μαντάμ

-Μπονζούρ ματμαζέλ.

Μα εδώ από το Φρακομαχαλά, περνούσε αναγκαστικά όλος ο κόσμος, όχι μονάχα οι φαντασμένοι κ’ οι φιγουράτοι. Είταν η κεντρική αρτηρία ανάμεσα στους μαχαλάδες και τα ταρσιά. Δευτερότριτοι συναφλήδες, μαγαζάτορες, εργατιά, μικροϋπάλληλοι, ένας κόσμος ανάκατος, λιγάκι αργοκίνητος μα πάντα κεφάτος κι ανοιχτόκαρδος, με το γκεβεζελίκι του στα χείλη. Τούρκος, σχεδόν κανένας, όπως και σε ολάκερη την κάτω πολιτεία. Ένα αδιάκοπο πάνε κι έλα στο Φραγκομαχαλά. Κι αν τύχαινε να περάση καμιά καρότσα, βροντολογώντας πάνω στο ντουσεμέ –βάρδα μπρος! βάρδα μπρος!- ο δρόμος είτανε τόσο στενός, που ο κόσμος κόλλαγε στα ντουβάρια, , δεξιά, ζερβά, για να γλιτώσει. Κι αν τύχαινε να διασταυρωθούνε δυο καρότσες, έπρεπε να χωθείς μέσα σε κάποιο μαγαζί. Τώρα τελευταία είχανε κάνει την εμφάνισή τους και δυο τρεις καρότσες με λάστιχα τριγύρω στα καρούλια. Φαινότανε αφύσικο, κάτι σα μαγικό, να περνάνε αθόρυβα και ν’ ακούγονται τα πέταλα μονάχα, τάκα τάκα, πάνω στις μαλτεζόπετρες.

[…] Άλλοτε, ο Φραγκομαχαλάς είταν αποκλειστικά φράγκικος μαχαλάς. Τώρα είχε μονάχα τα’ όνομα. Βέβαια είταν δυο τρεις φραγκόκλησσες σ’ αυτό το δρόμο, αλλά τα σπίτια –λιγοστά- τα ραφεία και τα μαγαζιά, είταν ανάκατα ρωμαίικα και φράγκικα

[Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, (επιμ. Peter Mackride), Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 32-33]

 

*φιορίζω: λουλουδίζω

*μπεκιάρης: εργένης

*σιναφλής: επαγγελματίας

*γκεβεζελίκι: αστείο

*ντουσεμές: πλακόστρωτο  ακανόνιστο λιθόστρωτο

 

 

Οι Βερχανέδες

«Στα δεξιά του Φραγκομαχαλά, τραβώντας για πάνω, όπως και συνέχεια στα Γυαλάδικα, ανοίγονταν οι πορτάρες των βερχανέδων, στοές που βαίνανε στα Μαλτέζικα. Είχαν κι οι βερχανέδες μαγαζιά, μα ο καθαυτό προορισμός τους είχε τελειώσει από τότε που χτίστηκε το Κιαί. Δεν είταν πολλά χρόνια που η θάλασσα έφτανε ώσαμε τα Μαλτέζικα, τα βαπόρια ξεφορτώνανε τις πραμάτιες τους όξω από την κείθε πορτάρα του βερχανέ, δίχως να πλερώνουνε κουμέρκι, κι ο έμπορας κ’ ιδιοχτήτης του βερχανέ, τα παραλάβαινε και τ’ αποθήκευε. Πολλές μεγάλες περιουσίες είχανε γίνει μ’ αυτό τον τρόπο

[Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, (επιμ. Peter Mackride), Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 33]

 

*βερχανές: στοά

*κουμέρκι: τελωνείο  τελωνειακός δασμός

 

 

Μεγάλες Ταβέρνες

«Πέρασε πάλι κάτω από την καμάρα του καμπαναριού [της Αγίας Φωτεινής]. Το ρολόι έδειχνε δώδεκα και εικοσιπέντε. Αντί να τραβήξει ίσια στον Φραγκομαχαλά, έστριψε δεξιά στις Μεγάλες Ταβέρνες.

Δεν είτανε συνοικιακές ταβέρνες, που ο κοσμάκης πήγαινε μονάχα για να πιει. Η κάθε μια είχε τα δικά της πατητήρια και καζάνια, κι έφτιαχνε κρασιά, κονιάκ, τσίπουρο και μαστίχα. Είχανε τεζιάκι και τραπεζάκια για τη λιανική κατανάλωση, μα η δουλειά τους είτανε προπάντων χοντρική, και φέρνανε τις μπόμπες το σπίρτο από την Οντέσα κι από το Τριέστι. Σπουδαία επιχείρηση.

Εδώ είτανε και η κεντρική αγορά με τα μεγάλα ξακουστά μπακάλικα, ψαράδικα και χασαπιά. Τα κριάσια, ολάκερα σφαχτάρια, βόδια και βιδέλα –τ’ αρνιά δεν είχανε μεγάλη πέραση- κρεμόντουσαν από τα τσιγκέλια ξεντεριασμένα, μπούτια, στηθούρια, μελτζανιά τζιέρια, πράσινες χολές, βούρκος χάμω τα αίματα, κόκκινες ποδιές, μουστάκες, μαχαίρες και μπαλτάδες –γκαπ γκουπ, σπάζανε τα κόκαλα κι ανοίγανε κεφάλια για να βγάλουν από μέσα τα μυαλά. Πιο πέρα, πάνω σε πλάκες από μάρμαρο ή μέσα σε κοφίνια,, η συναγρίδα τράντσα, τα μπαρμπούνια, οι τσιπούρες, τα μελανούρια, τα σαλάχια, οι σφυρίδες, οι κωβιοί, κοιτάζανε με μάτια που είχανε χάσει την κακία τους –αλήθεια, δεν υπάρχει πιο μοχθηρή ματιά απ’ του ψαριού.

-Σπαρταράνε! Σπαρταράνε! Να, δες, αφεντικό, τα σβάραχνά τους!

-Εδώ οι αστακοί! Εδώ οι γαρίδες!

-Μύδια! Κυδώνια! Κρασομουρμούρες! Χτένια! Χάβαρα!

Και τα μπακάλικα μοσκοβολούσανε τουλουμοτύρι, κασκαβάλι, βουτούρατα, τουρσιά, παστές σαρδέλες, ρέγγες, ταραμά - η μπακαλική σηκώνει λίγδα, λέγανε οι καλοφαγάδες: γιατί από δω ψουνίζανε οι μερακλκήδες του τσαρσιού, υρίζοντας στα σπίτια τους. Στράτσο χαρτί, παστή σαρδέλα ή κολιός πάνω σε κληματόφυλλο. Άλλο πράμα, βέβαια, τα μπακάλικα του Φασουλά. Σ’ αυτά έβρισκες αυγοτάραχα, ζαμπόνια, ροκφόρ, γκραβιέρα, ρούσικο μαύρο χαβιάρι, όσο θες, με το βαρέλι. Και στα ομορφοτυλίγανε μέσα σε λαδόχαρτο.»

[Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, (επιμ. Peter Mackride), Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 37-38]

 

*τεζιάκι: μπουφές του καφετζή

*τράντσα: φέτα

*τσαρσί: αγορά

 

Κιαι

«Του άρεσε του Αρίστου αυτός ο περίπατος, ολάκαιρο σχεδόν το Κιαι, από την Πούντα ώσαμε τη Μπόρσα, και ύστερα μεσ’ από τα τρασιά κι από τα μπεζεστένια. Πρώτο σεΐρι του, είτανε όποτε αντάμωνε τις ντεβέδες να ξεφορτώνουνε γονατιστές, μπροστά στην αποθήκη της γλυκόριζας, περ’ από το σταθμό. Φτάνανε φορτωμένες από το εσωτερικό, μπορεί και πέντε μέρες δρόμο, από χάνι σε χάνι. Και τώρα, ξεφόρτωτες, αναμασούσανε αδιάκοπα, βγάζοντας αφρούς από τη στοματάρα τους, γινατισμένες ανάμεσα στις παχιές πράσινες κουράδες τους, μεγάλες σαν καρβέλι.

-Ατς! Τους φώναζε ο ντεβετζής για να σηκωθούνε.

-Άουγκρ, μουγκρίζανε, δίχως να κουνάνε απ’ τη μακαριότητά τους.

Μια κλωτσιά στα πισινά.

-Ατς!

-Άουουγκρ, κάνανε αγριεμένες.

Τέλος σηκώνονταν με μια κίνηση κυματιστή, που δεν της έλειπε η χάρη, πελώριες πάνω στα τέσσερα ποδάρια τους, με την ψηλή καμπούρα τους και τον καμπυλωτό κι ατέλειωτο λαιμό. Βρωμολογούσανε όμως, κ’ η μπόχα τους έπνιγε τη φαντασία του Αρίστου. Ξεμάκραινε από κει αφού μάζευε από χάμω δυο τρία κομμάτια γλυκόριζα. Πιπίλιζε τη γλύκα τους όσο συνέχιζε το δρόμο του για το τσαρσί.

Ύστερ’ από την απότομη στροφή που έκανε το Κιαι, άλλαζε ο κόσμος. Ο Αρίστος καμάρωνε τα πλουσιόσπιτα, λες κ’ είτανε δικά του, διάλεγε πότε το ένα πότε το άλλο για μοντέλο του σπιτιού που θα ‘χτιζε μια μέρα, σα θα μεγάλωνε. Μα σιγά-σιγά, τα σχήματα γίνονταν φλου μέσα σε μια θαλασσινή γλαράδα, τρεμοπαίζανε μαζί με θαλασσόχορτα και φύκια, […]

Θέατρα, λέσχες, ξενοδοχεία, μεγάλοι καφενέδες, στον ίσκιο οι λουστρατζήδες, ο Δήμος, πλάι του ο Μογγόλος με το σπανό μουστάκι, μάστορης κι αυτός στο γυάλισμα, καθρέφτης οι μποτίνες. […] Πιο πέρα, εκείνος ο στρογγυλομούρης ο ξανθός, ο αμίλητος, καθισμένος στο σκαμνί του, μπροστά του αραδιασμένα πέντ’ έξι μπουκαλάκια, και πλάι του στημένο ένα χαρτόνι με κεφαλαία γράμματα: ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΝ, ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΠΟΝΤΑΙ. Κ’ η θάλασσα πάντα δεξιά, γλάροι, αφροί, αρμύρα, λατίνια, φλόκοι, σμάλτα, κεχριμπάρια, ύστερα το λιμάνι, παπόρια που αφροστέκουνε αδειανά, κι άλλα πλακουτσωτά πάνω στη θάλασσα, γεμάτα ώσαμε τα μπούνια, δεμένα με την πρύμη στο μουράγιο, παντιέρες, κάθε λογής παντιέρες, μηχανόλαδα, μπογιές, κατράμι, σιδερίλα – η πιο κρύα μυρωδιά- σφυρίγματα των παποριών, σφυρίγματα του παραστάτη, η τσαμπούρνα του τραμβαγιέρη, φωνοκόπι, βλαστήμιες, πέταλα και καρούλια βροντολογάνε  πάνω στο ντουσεμέ, αλυσίδες, κουδουνίσματα, ανάκατα και μπερδεμένα, το μυαλουδάκι ενός παιδιού δεν προφταίνει να ειδοποιήσει χωριστά, μια μια, την κάθε αίσθηση, κερεστές απ’ το Τριέστι, δοκάρια, τάβλες, μαδέρια, πυργώνουνε σε ξανθές στοίβες, αραμπάδες πλευρισμένοι σε μαούνες ξεφορτώνουνε σακιά κριθάρι, μαούνες γεμάτες κάρβουνο κολλητά σ’ ένα κάργκο, δυο τάβλες τις ενώνουνε με το μουράγιο, μιαν αράδα μαύρα μερμήγκια, μαύροι άνθρωποι, μ’ ένα τσουβάλι για κουκούλα στο κεφάλι, ανεβαίνουνε αδειανοί από τη μια, κατεβαίνουν φορτωμένοι από την άλλη, πετάνε μαύρο σάλιο τρία μέτρα πέρα, συντριβάνι, ένα βίντσι ανεβάζει μπάλες καπνά, βαρούλκα, βίρα, μάινα, κι από την άλλη μπάντα, σοτοβέντε, άλλο βίντσι κρατάει μετέωρο ένα καζάνι ατμομηχανής, λασκάρησε το παλαμάρι –μάινα! Μάινα, τη Μπαναΐα σου!- κι ο ήλιος πάνω στ’ άλμπουρα, πάνω σε χρυσαφιά σουσάμια, γιουβρέκια, σιμίτια, σάμαλι- και τέλος Αυγούστου θα φορτώσουνε τα πρώτα σύκα για το εξωτερικό, μπόμπες θα σκάζουνε στον αέρα, σημαιοστολισμός του καραβιού, κεράσματα της εργατιάς από το φορτωτή κι από την ατζεντσία- o Θεός να ‘χει καλά τις πλούσιοι, κοντά σ’ αυτοί κάτι τσιμπολογάει κ’ η φτωχολογιά.

Ύστερα, από το δρόμο πλάι στη Μπόρσα κι από το Αραπιάν Τσαρσί, κι από το Τσοχατζί Μπεζεστένι με τα ψιλικατζίδικα και τα σαράφικα, πλάι στο Βεζίρ Χάνι, ο Αρίστος έβγαινε στο Ισάρ τζαμί, περνούσε από τα Κερεστετζίδικα κι έφτανε στο Τσάγκρι Τσαρσί. Ο πολτός του σαπουνιού, άσπρος ή πράσινος, ανάλογα με την ποιότητα, χυμένος χάμω στο σανίδωμα, μέσα σε μεγάλα τελάρα, περίμενε να ξεραθεί αρκετά, να πήξει, για να κοπεί σε κομμάτια μ’ ένα μαχαίρι δεμένο σε μια μακριά βέργα. Αυτό είταν δουλειά του πατέρα του με το άτρεμο χέρι. Όλα με το χέρι, εκείνο τον καιρό.»

[Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, (επιμ. Peter Mackride), Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 113-115]

 

*τσαρσί: αγορά

*μπεζεστένι: υπόστεγη αγορά για αντίκες και άλλα τιμαλφή

*σεΐρι: θέαμα, χάζεμα (κάνω σεΐρι: κοιτάζω, παρακολουθώ, χαζεύω)

*ντεβέδα: καμήλα

*ντεβετζής: καμηλιέρης

*τσαμπούρνα: μικρή σάλπιγγα

*κερεστές: ξυλεία

*γιουβρέκι: κουλούρι

*σιμίτι: κουλούρι

*σάμαλι: είδος ραβανί με  πολύ σιρόπι

*ατζεντσία: πρακτορείο

*Μπόρσα: χρηματιστήριο

 

Η γειτονιά του Σταθμού (της Πούντας)

«Αυτή η γειτονιά του Σταθμού είταν από τις πιο όμορφες της πολιτείας, με τα μεγάλα σπίτια της από γκρίζα ή πράσινη πελεκημένη πέτρα, ή κι από μάρμαρο, η πλατεία με τα θεόρατα πλατάνια της, και σε μια γωνιά της πλατείας αραδιασμένες οι βικτώριες, περιμένοντας τα τρένα για να παραλάβουν επιβάτες. Μια πλατεία κι ένας σταθμός σαν ζουγραφιά, ίδια καρτ ποστάλ. Τα τραίνα σφυρίζανε διακριτικά. Ησυχία και καθωσπρεπιά. Ο ντουσεμές της πλατείας κατακάθαρος, γυαλοκοπούσανε οι μαλτεζόπετρες σαν έβρεχε. Τόσο σου επιβαλλότανε το περιβάλλον, που μιλούσες σιγανά στην αίθουσα αναμονής, ακόμα και στις αποβάθρες. Κι όλη αυτή η βικτωριανή τυποδεμένη αρχοντιά –η εταιρεία είταν εγγλέζικη, και η βασίλισσα Βικτωρία είχε πεθάνει μόλις τον περασμένο χρόνο- ούτε δέκα λεπτά απόσταση από του Χατζηφράγκου, σαν έστριβες απ’ τα εγγλέζικα σπιτάλια. Και οι σταθμάρχες είχανε την ανάλογη αξιοπρέπεια. Όλοι σχεδόν Ρωμιοί.

[…]Εδώ, στο σταθμό της Πούντας, της εγγλέζικης γραμμής του Αιντινιού, ποτέ συνωστισμός και χλαλοή. Μονάχα τα επιβατικά τραίνα εξυπηρετούσε. Τα άλλα, τα «χαμάλικα», φορτώνανε και ξεφορτώνανε στο σταθμό του Γεφυριού…»

[Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, (επιμ. Peter Mackride), Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 123-124]

 

 

Ο σταθμός του Γεφυριού

«[…] τα «χαμάλικα» [φορτηγά] φορτώνανε και ξεφορτώνανε στο σταθμό του Γεφυριού, κοντά στον Άι-Κωνσταντίνο, στη διασταύρωση με τη γραμμή του Κασαμπά, της γαλλικής εταιρείας. Ο σταθμός αυτός της εταιρείας είτανε στο Μπασμαχανέ, στην άλλη άκρη της κάτω πολιτείας, εκεί που αρχινούσανε ν’ ανηφορίζουν οι τούρκικοι μαχαλάδες και κυριαρχούσανε οι Τουρκοκρητικοί. Μπελαλίδικος μαχαλάς, πάντα μεγάλο ταβατούρι, ντεβέδες, λασπουριά και ζοριλίκι.» [Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, (επιμ. Peter Mackride), Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 124]

 

Εικόνες από τη Σμύρνη της Διδώς Σωτηρίου

 

"Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!"

 

«Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα* μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι ανθρώποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα δεν ήξερα και κανένας δε μ' ήξερε να με καλωσορίσει• ένιωθα σαν το ξεριζωμένο δεντρί.

Ακούμπησα σ' ένα χάνι* το τρίχινο ζεμπίλι* με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που μου 'δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν' ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ' έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα* στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο* φράγκικο* πανταλόνι, κάπως κοντό για τις μακριές κανάρες* μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι* μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε* ν' αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.

Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια* που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά* στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς! Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν* τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά* που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες* που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο*•  έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ' αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά* μας. Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα* το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι* του, ένα μακρύ ίσαμ' ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!».

[…]

Τράβηξα αργά μέσα στους βερχανέδες, με τις βαριές ξύλινες πορτάρες, στολισμένες με καρφιά και μπαρμακλίκια, που το βράδυ κλείνανε για ασφάλεια. Εδώ παλιά ζούσανε Φράγκοι, Βενετσιάνοι, τσενοβέζοι και Μαλτέζοι ιππότες και τυχοδιώκτες. Είχαν αράξει στο πόρτο της Σμύρνης-κατά που έλεγε ο Χρήστος- και χτίσανε τους «Φραγκ-χανέδες», στοές όλο μπινιά για να σιγουρέψουνε τους θησαυρούς τους. Μουσιούδες και μαντάμες όλο διαμαντικό και μετάξι, δεν πατούσανε -σου λέει- ποδάρι στη γης, μόνε τους σηκώνανε βαστάζοι πάνω σε «πορταντίνια» σα να λέμε σκεπαστές πολυθρόνες. Και τα βράδια όταν βγαίνανε στα σοκάκια πάγαινε ομπρός ο δούλος με αναμμένο το φανάρι…

Τώρα όλοι οι βερχανέδες του Ομήρου, του Σπόντι, του τενεκίδη, του Σπάρταλη, του Αναστάς αγά, της Ελληνικής Λέσχης, του Αλλιότι, του Γιουσούφ, της Αμάλθειας- δεν ήτανε πια φράγκικοι. Όπως σ’ ολόκληρη της Σμύρνη, έτσι κι εδώ, έβαλε τη δική του σφραγίδα το ελληνικό στοιχείο.

Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά ακόμα και οι Τούρκοι κι οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λουβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια για σταχτοπούτες. Και παιχνίδια όμορφα κουρντιστά! Πόσο ευτυχισμένα θα πρεπε να ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!

Τράβηξα ίσα στην Αγία Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα, κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέλινο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.

Εκειδά πλάι στον περίβολο της Άγια Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω δω μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε. Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκιξε: «Κυρ δάσκαλε να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες και χρειαζούμαστε χέρια…»

Μόλις άκουσα την καμπάνα της Άγια Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα; Είπα να βιαστώ να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί κι έπινα τσιτσιμπίρια και σερμπέτια κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού», και χαιρόμουν και σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ’ τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε▪ ο χωριάτης στιμέρνει τον ακριβοκερδισμένο παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του Κυρ ΜιχαλάκηΧατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.

Τον βρήκα τον κυρ φατόρο πάνω στην άναψη της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουν τη σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε, Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστιφη μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. […]

     [ ...]

Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά▪ αν είχα μουστάκι θα το στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου. Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια* και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάνσουπέδες».* Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες,* μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους, τσεμπλεμπούδες,* παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια,* μα και γλασσάδες* και ζαχαρωτά και γλειφιτζούρια.

Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές* είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί.* Δε μου 'κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!"»

σκιάχτηκα: φοβήθηκα

χάνι: πανδοχείο

ζεμπίλι:σάκος

αντρέσα: διεύθυνση

ντρίλινο: φτηνό βαμβακερό ύφασμα

φράγκικο: γαλλικό

κανάρες: μακριά πόδια

σουλούπι: εμφάνιση

ολούθε: παντού

τράμια: μέσα μεταφοράς, τραμ

σαματάς: θόρυβος

ένιφταν: έπλεναν

ανεσημιά: ανάσα

τραβέρσες: στηρίγματα

μπάρκο: φόρτωση του εμπορεύματος

Χρηστομάθεια: διδακτικό βιβλίο με ηθοπλαστικά διηγήματα

παιχνιδιάτορας: οργανοπαίχτης

σάζι: κρουστό μουσικό όργανο

σκαρπίνια: παπούτσια

σιγοντάριζε: ενθάρρυνε

αεροκοπανιτζής: αργόσχολος

ρεσπέρηδες: αγρότες

τσαρσί: αγορά

τσιτσιμπίρια και σερμπέτια: αρωματικά ποτά

«μπουζ-γκιμπί», κεκίκ-σουγιού»: παγωμένοι χυμοί

στιμέρνει: εκτιμά, υπολογίζει

σουλάτσο: περίπατος

κυρ φατόρο: το αφεντικό

άψα: ένταση

χαμαλίκες: ειδικός εξοπλισμός για να κουβαλούν οι εργάτες στην πλάτη τους εμπορεύματα

ντάμι: ζυγαριά

αραμπάδες: κάρα

μανέλα: μοχλός κ

αντάρι: ζυγαριά

οκά: μονάδα βάρους

σβελτάδα; γρηγοράδα

παραγιός:βοηθός τεχνίτη,

υπηρέτης τόντις:πραγματικά

Δημογεροντία; Αιρετοί άρχοντες της κοινότητας

μπεζεστάνια; Στεγασμένες αγορές

προβέγγερα και γιαβάνσουπιέδες: εσπερινές κοινωνικές συγκεντρώσεις για ψυχαγωγία

ξεντεκολντεσδιασμένες: με αποκαλυπτικά ντεκολτέ

στεμπλεμπούδες: στραγάλια

λιμπινάρια: σπόρια από λούπινα

γλασσάδες: παγωτά

φαμελιές: οικογένειες

λακιρντί: κουβέντα, κουτσομπολιό


[Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, (17η έκδοση), Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 40-45]

 

 

 

Εικόνες από τη Σμύρνη του Γιώργου Κατραμόπουλου  

 

...Η Σμύρνη ήταν χωρισμένη σε συνοικίες εθνοτήτων...

 

«Η Σμύρνη ήταν χωρισμένη σε συνοικίες εθνοτήτων. Το κεντρικότερο μέρος, και το μεγαλύτερο, δηλαδή τα 75 ως 80 τοις εκατό, κατείχε η Ελληνική χριστιανική συνοικία. Σ’ αυτό τον τομέα δεν υπήρχε ούτε μία τουρκική ιδιοκτησία. Ούτε κατοίκησε ποτέ κανένας Τούρκος. Φυσικά υπήρχαν οι αστυνομικοί σταθμοί, τα καρακόλια, όπως τα λέγαμε, αλλά όταν νύχτωνε, οι Τούρκοι αστυνόμοι δεν τολμούσαν να περιπολούν στην Ελληνική συνοικία και ι’ αυτό κλεινόντουσαν στα αστυνομικά τμήματα και τότε έβγαιναν οι νυχτοφύλακες, οι λεγόμενοι «πεσβάντηδες» από εμάς, οι οποίοι δεν είχαν όπλο αλλά μια μεγάλη μαγκούρα, που την έσερναν εις τα καλντερίμια για να ακούμε ότι εκτελούντο καθήκον τους και μας φυλάγανε. Κατά πλειονότητα όλοι αυτοί οι νυχτοφύλακες ήταν Αρβανίτες.

Εις το βάθος της Ελληνικής συνοικίας, προς το εσωτερικό της πόλεως, ήταν η Αρμενική συνοικία. Ολίγο πιο πίσω και δεξιότερα ήταν η Εβραϊκή συνοικία. Και ακόμα πιο πίσω, εις τα άκρα της πόλεως, στα πιο φτωχικά μέρη, έμεναν οι Τούρκοι. Αριστερά της Ελληνικής συνοικίας ήταν η Ιταλική […]

Φυσικά στην Ελληνική συνοικία κατοικούσαν και αρκετοί ξένοι υπήκοοι. Γάλλοι, Ιταλοί, Άγγλοι, οι οποίοι ήσαν ή καθολικοί ή προτεστάντες. Αλλά σε όλη αυτή την περιφέρεια της Σμύρνης δεν μπορούσε να ζήσει κανείς και να σταδιοδρομήσει ή να εργαστεί, είτε ήταν Έλληνας, είτε Τούρκος, είτε ξένος υπήκοος, εάν δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά. Φυσικά και οι Τούρκοι πλανόδιοι πωλητές που περιφέρονταν και πουλούσαν διάφορα λαχανικά ή ό,τι άλλο μέσα στην Ελληνική συνοικία, διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους ελληνικά.

Οι Τούρκοι πλούσιοι κατοικούσαν όλοι στα χωριά, τα οποία ήταν εκατέρωθεν του κόλπου της Σμύρνης. Αριστερά της Σμύρνης και μετά το Διοικητήριο, το Κονάκι, όπως το λέγαμε, υπήρχαν τέσσερα ωραία χωριά. Το Καρατατάσι, η Καραντίνα, Γκιοστεπέ και Κοκαριαλί. Ήσαν παλιές ελληνικές συνοικίες της αρχαιότητος και ελέγοντο Μελαντία, Καλλιθέα, Ενόπη και Μυρακτή. Σ’ αυτά τα χωριά ήσαν πάρα πολλοί Έλληνες πλούσιοι, μεταξύ αυτών, στο Γκιοστεπέ, καθόταν και η οικογένεια του Ωνάση. Και μαζί με αυτούς έμεναν και οι Τούρκοι πλούσιοι.

Από το άλλο μέρος του κόλπου, δεξιά, ήταν το Μερσινλί, ήταν η Αγία Τριάδα, τα Πετρωτά, το Αλάμπεη και το ωραίο Κορδελιό. Και σ’ αυτά, προπαντός στο Κορδελιό και στο Αλάμπεη, έμεναν πολλοί Τούρκοι.»

 

[Γιώργος Κατραμόπουλος, Πώς να σε ξεχάσω Σμύρνη αγαπημένη, (3η ανατύπωση), Αθήνα, Ωκεανίδα, 1995, σ. 58-60]

 

 

Εικόνες από τη Σμύρνη της Ιφιγένειας Χρυσοχόου

 

...Κι η πιο όμορφη ώρα ήτανε το ηλιοβασίλεμα στο «Και».  Τότε ξεχύνονταν τα κορίτσια στο σεργιάνι...

«Από τα βαθιά χαράματα άκουγες τους σαλεπιτζήδες να φωνάζουν: Σαλεέπ... Σαλεέπ... Νόμιζες ότι άκουγες: Σε βλέεπ...Σε βλέεπ... Ύστερα οι κουλουρτζήδες με τα γκιουβρέκια και τα σιμίτια... Από τα ξημερώματα ξεχυνότανε ο κόσμος στους δρόμους. Οι χωρικοί κατεβαίνανε από τα χωριά και τα προάστια με τα ζαρζαβατικά, τα φρούτα, τα λογής φαγώσιμα. Ό,τι είδος έβγαζε ο τόπος εδώ πρωτόφτανε. Άλλοι τρέχανε να τα παραδώσουνε στα μαγαζιά. Άλλοι να τα πουλήσουνε οι ίδιοι στο τσαρσί. άλλοι στα πεσκέσια. Άλλοι γιατί τα είχανε παραγγελιά.

Πρωί πρωί οι άντρες στις δουλειές τους. Φίσκα οι δρόμοι. Πρωί πρωί και τα σχολιαρόπουλα. Μικρά και μεγάλα. Καμαρωτά πήγαιναν τα γυμνασιόπαιδα. Το καθένα περηφανευόταν για το σκολειό του.

[...]

Βιαστικοί, βιαστικοί οι μαγαζάτορες ν’ ανοίξουνε τα μαγαζιά τους. Τα τσιράκια να σκουπίζουνε, να καθαρίζουνε και να διαλαλούνε το εμπόρευμα. Ύστερα άρχιζε το ψώνισμα. Πολλοί νοικοκυραίοι, παραγιοί, παρακόρες, αγόρια γεμίζανε τα ζεμπίλια με τρόφιμα και ίσια στο σπίτι. Να ετοιμάσει η νοικοκυρά ως το μεσημέρι τα φαγητά. Οι γυναίκες δεν πηγαίνανε στην αγορά να ψωνίσουνε φαγώσιμα.  Ιδιαίτερα οι καλοστεκούμενες πηγαίνανε μόνο στο Φραγκομαχαλά. Θαυμάζανε πρώτα τις βιτρίνες κι ύστερα μπαίνανε μέσα. Άσε τα παιδιά, αν ήτανε μαζί τους. Να ζητάνε τα πιο απίθανα πράγματα, τα πιο ακριβά παιχνίδια. Όλο τραβολογούσανε τις μητέρες τους. «Πάρε μου και τούτο. Θέλω και το άλλο»

Δεν θα ξεχάσω τα παιχνίδια των παιδιών. Τι τρέλα, τι πειράγματα, τι τρεξίματα, τι ξεφωνητά. ...Ποτέ δεν ησύχαζαν οι μαχαλάδες.

[...]

Κι η πιο όμορφη ώρα ήτανε το ηλιοβασίλεμα στο «Και».  Τότε ξεχύνονταν τα κορίτσια στο σεργιάνι. Το κορίτσι του μαχαλά και η πλουσιοκόρη από τα Τράσα και το Παραλέλι. Λουλούδιαζαν τα νιάτα. Τ’ ανάλαφρο χτύπημα από το τακουνάκι της Σμυρνιοπούλας ακομπάνιαρε τις κουβεντούλες και τα γελάκια. Γεμάτα κόσμο και τα κέντρα. Πού να πρωτοπάει τα βράδια ο Σμυρνιός με τη γυναίκα του.

[...] Στου Κρέμερ, στο Σπόρτινγκ, στο Καφέ ντε Παρί, το Κόρσο, το Λούνα Παρκ... Τα βραδάκια, τα κορίτσια και παλικαράκια στο νυφοπάζαρο στο «Τσάι». Το ξεχείλισμα της χαράς, το σφρίγος της νιότης, τα όμορφα πειράγματα των αγοριών, τ’ ακκίσματα των κοριτσιών, το κελάρυσμα του τρεχούμενου νερού...»

[Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Εδώ Σμύρνη...Εδώ Σμύρνη, (2η έκδ.), Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1995, σ. 49, 53-54]